Μια φορά, όταν ο κόσμος ήταν νέος, ζούσε ο Χρόνος. Ήταν
μοναδικός στο είδος του και, έτσι τεράστιος που ήταν, δε χωρούσε σε καμία
σπηλιά, όπως έκαναν όλα τα άλλα πλάσματα. Ωστόσο, για να μπορέσουμε σήμερα να
τον φανταστούμε κάπως, ας πούμε ότι ο Χρόνος είχε τη μορφή ενός άντρα. Μη
μπορώντας να κάνει αλλιώς λοιπόν, γυρνούσε από εδώ και από εκεί και σκέπαζε τα
πάντα στο πέρασμά του.
Κανείς δεν ήξερε από πού είχε γεννηθεί ένα τέτοιο πλάσμα.
Ούτε οι παλιότεροι από τους ανθρώπους, που ήξεραν όλα τα βότανα και τα ζωντανά
και αράδιαζαν από εδώ και από εκεί τις πιο σπάνιες ιστορίες, ούτε καν εκείνοι
που ζούσαν από εδώ και από εκεί και είχαν γνωρίσει όλα τα πλάσματα και φυτά
αυτού του κόσμου. Ο Χρόνος ήταν μοναδικός στο είδος του, πιο ψηλός από το πιο
ψηλό βουνό, πιο μεγάλος και από την πιο μεγάλη θάλασσα και μπορούσε να σκεπάσει
τα πάντα με τη σκιά του, όταν στεκόταν όρθιος.