Τι γίνεται, όμως, πέραν από την πραγματικότητα, την οποία προσπαθήσαμε να την ορίσουμε και να την περιγράψουμε; Υπάρχει αυτή; Και αν ναι, πώς μπορούμε να αναφερθούμε σ’ αυτήν; Μπορούμε, τέλος, με τη γλώσσα να ορίσουμε κάτι που είναι πέραν του πραγματικού; Συμβατικά μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση σε πραγματικό κόσμο και σε α-πραγματικό κόσμο. Έτσι θα καταφέρναμε να οριοθετήσουμε κάποια πράγματα, όπως αφ’ ενός εκείνα που μπορούμε να σκεφτούμε και υπάρχουν, αφ’ ετέρου εκείνα που δεν μπορούμε να σκεφτούμε και, άρα, δε υπάρχουν.
Με τη διάκριση αυτή εξορ(κ)ίζουμε τα προβλήματα της πραγματικότητας σε άλλη μακριά από μας διάσταση. Όσο σαφές συμβαίνει να είναι το πραγματικό, άλλο τόσο ασαφές συμβαίνει να είναι το απραγματικό. Το απραγματικό θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά επειδή δε μπορούμε να το σκεφτούμε καταχωρείται ως πραγματικό, πράγμα που, τελικώς, εξισώνεται με το ανύπαρκτο και το κενό.
Στη ζωή μας, όμως, συμβαίνει να υπάρχουν πράγματα υπαρκτά μεν ακατανόητα δε ή τουλάχιστον μη συνηθισμένα. Ούτε πραγματικά μπορούν να θεωρηθούν ούτε απραγματικά μπορούν να θεωρηθούν. Κάτι ενδιάμεσο μένει μόνο να πούμε. Ήδη από την προϊστορία και τη μυθολογία έχουμε σημεία και πρόσωπα που, αν μη τι άλλο, έχουν κάποιο μεταφυσικό χαρακτήρα, καθώς αναφέρονται σε δυνάμεις υπερφυσικές ή σε καταστάσεις μαγικού χαρακτήρα: η Σφίγγα λ.χ. στην αρχαία μυθολογία συμβαίνει να έχουμε μάθει ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας των τότε ανθρώπων.
Αφού ήταν πλάσμα της φαντασίας γιατί η εμφάνισή της είναι συχνότατη είτε σε ναούς είτε σε αγγεία είτε οπουδήποτε αλλού; Προφανώς ο συμβολισμός της Σφιγγός ήταν τόσο σημαντικός (λειτουργούσε ως αποτροπαϊκό σύμβολο πιθανόν) που, αν και ανύπαρκτη, ήταν ωσεί υπαρκτή. Σημειωτέον ότι η Σφιγξ συνίστατο από υπαρκτά, πραγματικά μέρη (φτερά, σώμα λέοντος κοκ.). Κάτι εντελώς απραγματικό δεν υπάρχει με την έννοια της μορφής παρά μόνον με την έννοια της αναπαράστασης κάποιου πράγματος που βρίσκεται πέρα από την πραγματικότητα. Εδώ πάντα υπάρχει το οντολογικό ζήτημα ότι πως είναι δυνατόν κάτι που δεν υπάρχει να έχει λεξική υπόσταση.
Και σε επίπεδο γλωσσικού μηνύματος μπορούμε να συναντήσουμε λέξεις ή φράσεις που δεν έχουν καμία λογική βάση παρά μόνον αν ληφθούν ως «ομοιωματικές» φράσεις, όπως στα αρχαία η φράση «μά τον Κυνα», η οποία έχει περισσότερο συμβολικό-μαγικό χαρακτήρα παρά αναφορικό. Αυτό που εμείς σήμερα δεν καταλαβαίνουμε για εκείνους ήταν τρόπος επικοινωνίας. Επίσης, εδώ μπορούμε να πούμε πως οι διάφοροι μαγικοί – ιεροί αριθμοί (3, 9, 12…) εντάσσονται στην ίδια μεταφυσική σκέψη που διαμορφώθηκε μέσα από τα πανάρχαια χρόνια.
Αυτό μας δείχνει ότι αφενός η μεταφυσική είναι μέρος μιας (υπερ)πραγματικότητας, αφ’ έτερου είναι τόσο παλαιότερη της Επιστήμης, ώστε να μην μπορεί η τελευταία να την προσδιορίσει. Η Μεταφυσική, κοντολογίς, δεν είναι απλώς η αθέατη πλευρά της πραγματικότητας, αλλά είναι, θα λέγαμε, η προϊστορία και η μυθολογία της. Εξάλλου και το εγκεφαλικό δυναμικό ούτως ή άλλως είναι τόσο περιορισμένο και ανεξερεύνητο που και η ίδια η υπόσταση της επιστήμης τίθεται ενίοτε εν αμφιβόλωι.
Και στα διάφορα Μυστήρια της αρχαιότητας οι μυημένοι δεν μάθαιναν, αλλά απλά ήσαν παρόντες ψυχη τε και σώματι, «ου μαθειν τι, αλλά παθειν και διατεθήναι», αλλά κυρίως σώπαιναν, επειδή, όπως λέει ο L. Wittgenstein, «για όσα δεν μπορεί κανείς να μιλάει, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει»
terra papers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου