Ένα από τα επίκεντρα του φιλοσοφικού στοχασμού στον 17ο
αιώνα αποτελούσαν τα λεγόμενα “πάθη της ψυχής”. Η μελέτη τους ενοποιούσε
μελήματα που αργότερα διαφοροποιήθηκαν, διαμορφώνοντας τους κλάδους της
ψυχολογίας, της πολιτικής επιστήμης και της εφαρμοσμένης ηθικής. Ήταν τα “πάθη
της ψυχής” που φιλοδοξούσαν να θεμελιώσουν με ενιαίο τρόπο και την ατομική
συμπεριφορά και τους όρους που διαμορφώνουν πολιτικούς συσχετισμούς και τις
συνιστώσες του ορθώς πράττειν σε κάθε περίσταση.
Μνησικακία
δημιουργείται όταν εκλαμβάνω ένα συμβάν ως προσωπική μείωση, ενώ ταυτόχρονα
αποφεύγω με κάθε τρόπο να το αντιμετωπίσω απευθείας
Τουλάχιστον για τον Σπινόζα, τα “πάθη της ψυχής”
διακρίνονταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα “χαρούμενα πάθη”, που προίκιζαν με
προωθητική δύναμη και άνοιγαν στην απεραντοσύνη του κόσμου, και στα “λυπημένα
πάθη”, που συρρίκνωναν τον κόσμο και οδηγούσαν σε άγονη εσωστρέφεια. Για τον
Νίτσε, μεταγενέστερα, το περισσότερο επιβλαβές από τα “λυπημένα πάθη”
αποτελούσε η μνησικακία.
Μνησικακία δημιουργείται όταν εκλαμβάνω ένα συμβάν ως
προσωπική μείωση, ενώ ταυτόχρονα αποφεύγω με κάθε τρόπο να το αντιμετωπίσω
απευθείας. Δηλαδή αρνούμαι να αναλύσω ψύχραιμα τους παράγοντες που με έφεραν
εκεί, να προσμετρήσω τις δικές μου αστοχίες και να θέσω τον εαυτό μου ενώπιον
των ευθυνών του. Έτσι συσκοτίζω ολόκληρο το πεδίο της δοκιμασίας μου και φτάνω
να αποδώσω ό,τι μου συνέβη αποκλειστικά στα δόλια μέσα που πιστεύω ακράδαντα
ότι μετήλθε όποιος θεωρώ πως με αδίκησε. Συχνά ανεξάρτητα από τα πραγματικά
περιστατικά, τις πράξεις, τους λόγους και τις προθέσεις εκείνου.
Όσο η μνησικακία εδραιώνεται τόσο η ανάγνωση της
πραγματικότητας και η αποτελεσματική δράση δυσχεραίνονται και η εσωστρέφεια
κυριαρχεί. Κάθε πράξη όποιου εκλαμβάνω ως πρόξενο των δεινών μου δικαιολογεί τη
δυστυχία μου, τρέφοντας το σαράκι που με κατατρώει εσωτερικά. Ακόμη και οι
θετικές χειρονομίες του δεν είναι παρά απόδειξη της υποκρισίας του, δηλαδή της
δολιότητας που τον χαρακτήριζε εξ αρχής. Έτσι, αντί να αντιμετωπίζω τα πράγματα
όπως έχουν, επικεντρώνομαι στο τραύμα μου, το μηρυκάζω αενάως και εξηγώ τα
πάντα υπό το πρίσμα του. Το ότι απομονώνομαι, βυθίζομαι στη μεμψιμοιρία και
τελικά στην αυτοκαταστροφή αποτελεί την τελική απόδειξη του πόσο δίκιο είχα από
την αρχή. Το σαράκι της μνησικακίας φτάνει να με καταβροχθίσει ολόκληρο.
Οι στοχαστές του 17ου αιώνα μάλλον δεν αστοχούσαν όταν
ισχυρίζονταν ότι η μνησικακία, όπως και τα άλλα “πάθη της ψυχής”, δεν αφορά
μόνον την ατομική ψυχολογία. Αρκετές συμπεριφορές στον δημόσιο βίο τείνουν να
το αποδείξουν. Η ευτέλεια των αντιδράσεων όσων αρνούνται να αποδεχθούν ότι
απώλεσαν ισχύ, το έλλειμμα γενναιοδωρίας, δηλαδή η άρνηση μιας ηγεμονικής
στρατηγικής, η επίκληση προσχηματικών διαφωνιών, οι εκ του πλαγίου υπονομεύσεις
μιας καταστατικά νομιμοποιημένης ηγεσίας, η ενδόμυχη επιθυμία να αποτύχει ο
εσωκομματικός αντίπαλος ακόμη και εις βάρος του κοινού εγχειρήματος είναι
εκφάνσεις μνησικακίας που βρίσκουμε μπροστά μας σχετικά συχνά.
Όποιος τρέφει αισθήματα μνησικακίας είναι δυστυχής.
Αγέλαστος, σκυφτός και συνοφρυωμένος, κοιτά τους πάντες με καχυποψία και μιλάει
με ειρωνικά μισόλογα. Το να ορθώσει υπερήφανα ανάστημα και το να μιλήσει με
παρρησία ενδεχομένως έχει κόστος. Αλλά αυτό το κόστος είναι άλλης τάξης από
εκείνο που πληρώνει για να συντηρήσει τη μνησικακία του. Γιατί, εκτός από τη
δυστυχία που προκαλεί, πάγιο χαρακτηριστικό της μνησικακίας είναι ότι δεν
δικαιώνεται ποτέ.
Αριστείδης Μπαλτάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου