Από τον Ιπποκράτη ως τον Αριστοτέλη, οι αρχαίοι Ελληνες
θεωρούσαν την ψυχική νόσο των µοντέρνων καιρών αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής,
της τέχνης και της ποίησης.
«There is no saying». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Φρόιντ
σε µια επιστολή του τη θλίψη του για τον θάνατο της µητέρας του: «∆εν υπάρχουν
λόγια».
Τώρα που η µελαγχολία βρίσκεται στο επίκεντρο της ζωής µας,
τα λόγια αυτά αποκτούν µια παράξενη οικειότητα. Η µελαγχολία κρύβει µέσα της
ένα κοµµάτι που αντιστέκεται στην ανάλυση. Ο µαύρος ήλιος όµως, αυτή η
«σκοτεινή ύλη» που είναι η θλίψη, µοιάζει να είναι αναπόσπαστο κοµµάτι κάθε
σκέψης, κάθε δηµιουργίας. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι πλαστήκαµε θλιµµένοι.
Η
ανθρώπινη ύπαρξη, µας θυµίζει ο Τζορτζ Στάινερ, σηµαίνει εµπειρία αυτής της
µελαγχολίας και µια ζωτική ικανότητα να την ξεπερνάµε. Μέσα από τον λόγο, τις
σκέψεις, τα συναισθήµατα, µέσα από τις πολύµορφες διαδικασίες δηµιουργίας και
µετουσίωσης. Και όµως, σήµερα η βίαια επιβεβληµένη εισβολή της
µελαγχολίας στη ζωή µας µας βρίσκει ανέτοιµους από κάθε λυτρωτική διεργασία.
Η δίχως όρους και όρια κρίση που ζούµε δεν µας αφήνει µόνο απογυµνωµένους από κάθε ελπίδα για το µέλλον, αλλά φανερώνει πόσο άοπλοι είµαστε στην επεξεργασία της οδύνης. Ισως η µεγαλύτερη απειλή να είναι το πάγωµα της σκέψης, η αδυναµία να στοχαστείς πάνω στη µελαγχολία, πάνω στις πραγµατικές διαστάσεις της απώλειας. Πώς να περιφρουρήσουµε τη σκέψη και το συναίσθηµα από το πάγωµά τους; Πώς να διασώσουµε το ανθρώπινο κέλυφος του ανθρωπισµού µας; Οι απαντήσεις λείπουν. Μέσα σε αυτή την κρίση είµαστε οι αναλφάβητοι της µελαγχολίας.
Η µελαγχολία όµως είναι µια ελληνική λέξη. Και αυτό έχει τη
σηµασία του. Η ληξιαρχική πράξη γέννησής της ως νόσου βρίσκεται στους
αφορισµούς του βιβλίου VI του Ιπποκράτη. Στον 23ο Αφορισµό αναφέρεται: «Εάν η
δυσθυµία και ο φόβος έχουν µεγάλη διάρκεια, µια τέτοια κατάσταση είναι
µελαγχολική». Η µελαγχολία προκύπτει από τον χυµό, τη µέλαινα χολή. Για πρώτη
φορά έχουµε µια εξήγηση για τη συµπεριφορά µας όχι σε σχέση µε θεούς, δαίµονες
και άστρα, αλλά µε τον οργανισµό µας. Κάτι µέσα µας παράγει συµπεριφορές,
διαµορφώνει χαρακτήρες.
Το «Μελαγχολία και ιδιοφυΐα» είναι ένα σύντοµο κείµενο που
αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Ξεκινά θέτοντας το ερώτηµα: «Για ποιο λόγο όλοι
όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή
στις τέχνες είναι εµφανώς µελαγχολικοί;». Ανάµεσά τους φιλόσοφοι, θεοί και
ηµίθεοι. Ο Πλάτων, ο ∆ηµόκριτος, ο Σωκράτης, ο Ηρακλής, ο Αίας.
Η ποίηση προϋποθέτει την έµπνευση, δηλαδή την κατακυρίευση
του ποιητή από µια θεία δύναµη, ένα «εκτός εαυτού», έλεγε ο Πλάτωνας. Ο
Αριστοτέλης σηµειώνει µια µεγάλη ανατροπή. Κάτι µέσα µας υπάρχει που µας
σπρώχνει στην τρέλα, στην έκσταση, στην ευεξία, στον θυµό, στη λύπη, στην
αθυµία, στη δηµιουργία. Ο Αλλος είναι µέσα µας. Αντικαθιστά την τυχαιότητα της
θείας εκλογής µε τη µοίρα της δοσολογίας των χυµών µέσα µας. ∆εν πρόκειται
πλέον για ένα πρόβληµα θείας χάριτος, αλλά για το αποτέλεσµα µιας φυσιολογίας.
Ο Θεός δεν µιλάει µε τη φωνή µας, εκείνο που µας προστάζει να µιλήσουµε είναι
το σώµα µας.
Ιδού η αποπαθολογικοποίηση της νόσου που καθιστά τον Αριστοτέλη
πρόδροµο µιας ψυχαναλυτικής σκέψης, αλλά ακόµη και αυτής της αιρετικής
αντιψυχιατρικής κίνησης. Η µελαγχολία όχι µόνο δεν εµποδίζει τη δηµιουργία,
αλλά συνδέεται µαζί της.
Μοντέρνο σφάλμα: Ο επιτάφιος λόγος, τα αρχαία ελληνικά επιτύµβια επιγράµµατα,
προσφέρουν ένα εξαίσιο δείγµα ενός άλλου τρόπου διαχείρισης της απώλειας. Μέσα
από την οδύνη και το πένθος αναβλύζει η ζωή που δεν εγκαταλείπεται στιγµή. Ο
θρήνος γίνεται έναυσµα υπενθύµισης του αγαθού της ζωής. Αλλωστε το Ασκληπιείο,
ο πιο σηµαντικός θεραπευτικός χώρος της αρχαιότητας, επιλέγεται να είναι κοντά
στο θέατρο της Επιδαύρου. Ο πόνος ως αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, της τέχνης,
της ποίησης.
Στο διάβα των αιώνων ο ψυχικά πάσχων θα διατηρήσει τη χροιά
µιας αµφιλεγόµενης, φορτισµένης παρουσίας: αµαρτωλός, θεόσταλτος, επικίνδυνος,
άρρωστος, ιερός, ο πάσχων θα καταλήξει να συρρικνωθεί στην αγκαλιά ενός
τεχνοκρατικού ψυχιατρικού κατεστηµένου λόγου. Ενός λόγου που θα εξορίσει τον
µελαγχολικό από τη µελαγχολία του, θα αδειάσει τη µελαγχολία από κάθε
υποκειµενική αλήθεια και θα αφήσει στη θέση της ένα ιατρικό συµβάν, µια
νοσογραφία στη θέση µιας κατάστασης ψυχής.
Ο σύγχρονος τρόπος του υπάρχειν, αλλά και του θεραπεύειν τον
ψυχικό πόνο, απογυµνώνει το υποκείµενο από τη δυνατότητα µιας άλλης συνύπαρξης
µε τη θλίψη του. Μέσα σε έναν πολιτισµό που αντιλαµβάνεται τη µελαγχολία ως
κατάθλιψη, ως έλλειµµα, ως ένα µοντέρνο σφάλµα ενάντια στην επιταγή µιας
ψυχαναγκαστικής αισιοδοξίας, ενάντια σε µια εργαλειακά νοούµενη πρόοδο, το
υποκείµενο της οδύνης παραµένει εξόριστο από την οδύνη του, ξένο στον εαυτό
του, απογυµνωµένο από το µέσα του, ένα άδειο κέλυφος.
Ενα νοερό όµως ταξίδι στις πηγές, στα πρώτα περί µελαγχολίας
κείµενα, φέρνει στο προσκήνιο έναν άλλο τρόπο του πάσχειν.
Αν ο φόβος του θανάτου καιροφυλακτεί πίσω από τη µελαγχολία,
οι πρόγονοί µας µπόρεσαν να κάνουν «τον φόβο του θανάτου οίστρο της ζωής». Αυτό
καλούµεθα να πράξουµε στις δραµατικές στιγµές που ζούµε: να µεταµορφώσουµε τη
µελαγχολία σε ορµή ζωής.
Φωτεινή Τσαλίκογλου
Φωτογραφία: «Μελαγχολία», πίνακας του ελβετού ζωγράφου Αρνολντ Μπέκλιν (1827 – 1901)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου