Σε μια κρίση πανικού λειτουργεί ως αγχολυτικό, σε μια έξαρση
άσθματος είναι η αγωγή με συσκευή εισπνοής, ενώ αποτελεί το μυστικό βελτίωσης
της απόδοσης για όσους ασκούνται. Ο λόγος για την αναπνοή, που αποδεικνύεται η
απλή λύση σε σημαντικά προβλήματα που μας ταλαιπωρούν.
Σύμφωνα με μια μεγάλη
επιδημιολογική μελέτη, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘70, με την ονομασία
Φράμιγχαμ, και ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του ‘00, η επάρκεια σε οξυγόνο
-δείκτης μακροζωίας- συνδέεται με τη σωστή αναπνοή! Τι εννοούμε, όμως, όταν
αναφερόμαστε σε αυτή;
Όπως επισημαίνουν οι γιατροί, καλό είναι να εισπνέουμε από
τη μύτη και να εκπνέουμε από το στόμα. Η πνευμονολόγος Παναγιώτα Καρύδη,
επιμελήτρια στην πνευμονολογική κλινική του νοσοκομείου Ιασώ General, εξηγεί:
«Ο αέρας πρέπει να μπαίνει από τη μύτη, γιατί φιλτράρεται, υγραίνεται και
ζεσταίνεται. Η μύτη είναι το... κλιματιστικό της αναπνοής. Γι’ αυτό και όσοι
αναπνέουν από το στόμα, εξαιτίας, για παράδειγμα, κάποιας ιγμορίτιδας, είναι
πιο ευάλωτοι σε παθήσεις του κατώτερου αναπνευστικού. Ενδεικτικά, ασθενείς με
άσθμα εκδηλώνουν εξάρσεις τις μέρες που είναι συναχωμένοι. Η εκπαίδευση πάνω
στην αναπνοή βοηθά στην καλύτερη ποιότητα ζωής και στη μείωση των συμπτωμάτων
δύσπνοιας. Επίσης, σε κάποιες παθήσεις, όπως είναι η χρόνια αποφρακτική
πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), μπορεί να ελαττώσει και την πιθανότητα εξάρσεων».
Με ποιο
τρόπο, όμως, μπορεί να γίνει αυτό; Κατά τη διάρκεια αναπνευστικής λοίμωξης ή μακροχρόνιας
παραμονής στο κρεβάτι (μετά από ορθοπεδικές ή καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις), ο
γιατρός μπορεί να συστήσει στον ασθενή να απευθυνθεί σε κάποιον
φυσικοθεραπευτή, ώστε να βοηθήσει να επανέλθει η αναπνοή του στα φυσιολογικά
επίπεδα. Η εκπαίδευση γίνεται στο αρχικό στάδιο με μια συσκευή (εξασκητής
αναπνοής), μέσα στην οποία το άτομο αυτό εισπνέει και εκπνέει κάθε μία ώρα, με
σκοπό να γυμνάσει τους σχετικούς μυς. Ακόμα ο ειδικός κάνει συγκεκριμένους
χειρισμούς, όπως πιέσεις στο θώρακα.
Όμως, δεν χρειάζεται να έχουμε προβλήματα
υγείας για να μάθουμε να ελέγχουμε τις ανάσες που παίρνουμε. Ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος,
φυσικοθεραπευτής, με ειδίκευση στην αναπνευστική φυσικοθεραπεία, εξηγεί:
Εισπνοή από τη μύτη, εκπνοή από το στόμα: «Όταν εκπνέουμε
από τη μύτη (σ.σ. όπως γίνεται στη γιόγκα) αφήνουμε μέσα στα πνευμόνια έναν
υπολειπόμενο όγκο αέρα που σε ανθρώπους με αναπνευστικά προβλήματα μετατρέπεται
σε διοξείδιο του άνθρακα. Γι’ αυτό η εκπνοή πρέπει να γίνεται από το στόμα, απ’
όπου αδειάζουμε πιο εύκολα τα πνευμόνια και το διάφραγμα από τον αέρα.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να κρατήσουμε την αναπνοή μας για 2’’-3’’. Με αυτόν
τον τρόπο γυμνάζονται οι μύες των πνευμόνων».
Η διαφραγματική: «Η κοιλιακή αναπνοή θεωρείται πιο σωστή απ’
ό,τι η θωρακική, γιατί μεταφέρει τον αέρα μέχρι το κατώτατο αναπνευστικό. Έτσι
γίνεται καλύτερη οξυγόνωση του οργανισμού επιτρέποντας και τη χαλάρωση. Συνήθως
οι γυναίκες παίρνουν ανάσες φουσκώνοντας το θώρακα και ο αέρας γεμίζει μόνο το
άνω αναπνευστικό». Ενδεικτικά, μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές στο
Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική έκδοση Nursery Times
έδειξε ότι οι ενήλικες με άσθμα, που εκπαιδεύτηκαν σε ανάλογες τεχνικές,
εμφάνισαν βελτίωση στην ποιότητα της ζωής τους έξι μήνες μετά, σε σχέση με
όσους ενημερώθηκαν για την πάθησή τους και παρακολουθούνταν από ειδικούς.
Χαρά Μπουργάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου