Η επιστροφή στην επαρχία και τα όνειρα θερινής νυκτός.
Το νησί είναι μπροστά σου. Γαλάζιο, καφέ, άσπρο, λίγο πράσινο, κυρίως γαλάζιο. Τα προβλήματα είναι μαζί σου. Λίγος φόβος, λίγη υπερβολική ενημέρωση, κάποιος απόηχος από τις εξελίξεις στην πόλη για τα νοσοκομεία, για την κωμωδία της ΕΡΤ, για τις απολύσεις του Σεπτεμβρίου, για το πιο συνεπές πράγμα του ελληνικού κράτους, τις πυρκαγιές. Αλλά το νησί είναι εδώ και με έναν τρόπο περιγελά την πραγματικότητα.
Βλέπεις τους ντόπιους. Σκέπτονται τον επόμενο χειμώνα με 40 βαθμούς Κελσίου. Αλλος είναι κλέφτης, άλλος κόβει εμμονικά αποδείξεις, άλλος προσπαθεί να βγάλει χρήματα πουλώντας ομελέτες που μοιάζουν με σόλες παπουτσιών, άλλος φοράει ύποπτα πολλές μαύρες μπλούζες πάνω από τα αρχαιοελληνικά ανορθόγραφα τατουάζ του λιπαρού κορμιού του, άλλος το παλεύει πραγματικά. Νιώθεις προνομιούχος μόνο και μόνο που είσαι διακοπές. Καινούργιο συναίσθημα αυτό.
Στο καφενείο ενός μικρού νησιού, ακούς έναν Γάλλο που προσπαθεί να μιλήσει ελληνικά. Το διασκεδάζει και ο ίδιος. Προσπαθεί με προφορά Βόρειας Γαλλίας να παραγγείλει έναν ελληνικό καφέ. Η γυναίκα του τον κοροϊδεύει. Αυτός προσπαθεί. Περνάει καλά και αυτό περνάει και στον κόσμο.
Λίγο μετά, με αγγλικά γεμάτα γαλλική προφορά πάλι, εξηγεί γιατί περνάει τόσο καλά προσπαθώντας να τσαλακώσει τον συνήθως σοβαροφανή παρισινό εαυτό του: «Ολα εδώ μοιάζουν απλά. Ούτε καν τα χρώματα δεν μπλέκονται. Αν μπορούσα, θα έμενα εδώ για πάντα». Αν τον κοιτάξεις προσεκτικά, θα καταλάβεις ότι είναι κάλπης. Οτι σε λίγες ημέρες θα φοράει ένα ατσαλάκωτο πουκάμισο και θα διηγείται σε κάποιο παρισινό μπιστρό την ανόητη παρόρμησή του να τα παρατήσει όλα και να μείνει σε μια κουκκίδα στο Αιγαίο. «Ωραία θα ήταν» θα πει και θα χαθεί στο γκρίζο της πόλης.
Δεν είναι όλοι άνθρωποι ικανοί για φυγή. Δεν μπορούν όλοι να αφήσουν τη γεμάτη εκκρεμότητες αλλά και βεβαιότητες ζωή τους στην πόλη για να μονάσουν, έστω και έναν χειμώνα, μακριά από το επίκεντρο του προβλήματος, μακριά από την πόλη που μοιάζει καθησυχαστική, παρά την παρακμή και τον θόρυβό της.
Η κρίση, λένε οι αριθμοί, κάνει τους ανθρώπους να επιστρέφουν στην επαρχία. Εγκαταλελειμμένες πόλεις βλέπουν νέους με δυσπρόφερτους τίτλους πτυχίων να ανοίγουν επιχειρήσεις, απόφοιτοι κάποιων ΙΕΚ γίνονται αγρότες, οικογενειακές επιχειρήσεις δέχονται αναπάντεχη μετάγγιση νέου αίματος. Οι ελληνικές επαρχίες, ξεχασμένες για χρόνια, με καφενεία γεμάτα καπνούς, πρέφα και αθηναϊκές ειδήσεις να παίζουν στο βάθος, χωριά με εικόνες γερασμένης παρακμής προσπαθούν να γίνουν μια κανονική επιλογή, όπως θα έπρεπε να είναι από την αρχή. Οι πόλεις, για την ακρίβεια η πόλη, αφού ρούφηξε λαίμαργα κόσμο, τον ξερνάει μακριά από την αμφίβολη θαλπωρή της.
Μια πρόσφατη έρευνα της VPRC δείχνει ότι περίπου 1,5 εκατομμύριο νέοι επιστρέφουν στην επαρχία. Περίπου οι μισοί θέλουν να ασχοληθούν με τον αγροτικό τομέα (φυτική παραγωγή, κτηνοτροφία, αλιεία), το 18,3% με τον τουρισμό-πολιτισμό, το 14,2% με την επικοινωνία και τις νέες τεχνολογίες, το 11,8% με την εκπαίδευση, το 10,6% με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το 7% με το εμπόριο, το 6,7% με τον αγροτουρισμό και το 5,8% με τη μαζική εστίαση. Τα 2/3 εξ αυτών διαθέτουν υψηλή μόρφωση.
Ωραίοι οι αριθμοί, καθησυχαστικοί. Αλλά, είπαμε, δεν είναι εύκολη η φυγή. Δεν είναι για όλους. Η επαρχία, λένε όλοι όσοι μένουν μόνιμα εδώ, έχει ζόρι. Εχει αέρηδες που μπορούν να σε τρελάνουν. Εχει FOMO (fear of missing out) για κάποιον με αστικά απωθημένα ο οποίος παρακολουθεί μέσω Ιnternet τη γοητευτικά σαλεμένη ζωή στην πόλη. Εχει φτώχεια και δεν έχει μισθούς και ωράρια. Καλά, αυτά δεν τα έχει πλέον ούτε η πόλη.
Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει μια ζωή; Πίσω από τους αριθμούς, τις ανάγκες και τους δεκάλογους για την αναβίωση της επαρχίας, πίσω από κάνα-δυο success stories ανθρώπων που πήγαν στον τόπο τους και παρήγαγαν πραγματικό έργο, η αληθινή επιστροφή στην επαρχία διαφέρει από τη φαντασίωση της αιώνιας χαλάρωσης.
Και για να πάρεις αυτή την απόφαση πρέπει να μην έχεις πολλά να αφήσεις πίσω σου. Ο Γάλλος θα έχει για πάντα το καλοκαίρι και τη φαντασίωσή του. Οι πραγματικοί εσωτερικοί μετανάστες θα έχουν το πείσμα της ανάγκης και το ένστικτο της επιβίωσης. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι το νησί. Θα είναι πάντα εκεί.
Θεοδωρόπουλος Δημήτρης
Το νησί είναι μπροστά σου. Γαλάζιο, καφέ, άσπρο, λίγο πράσινο, κυρίως γαλάζιο. Τα προβλήματα είναι μαζί σου. Λίγος φόβος, λίγη υπερβολική ενημέρωση, κάποιος απόηχος από τις εξελίξεις στην πόλη για τα νοσοκομεία, για την κωμωδία της ΕΡΤ, για τις απολύσεις του Σεπτεμβρίου, για το πιο συνεπές πράγμα του ελληνικού κράτους, τις πυρκαγιές. Αλλά το νησί είναι εδώ και με έναν τρόπο περιγελά την πραγματικότητα.
Βλέπεις τους ντόπιους. Σκέπτονται τον επόμενο χειμώνα με 40 βαθμούς Κελσίου. Αλλος είναι κλέφτης, άλλος κόβει εμμονικά αποδείξεις, άλλος προσπαθεί να βγάλει χρήματα πουλώντας ομελέτες που μοιάζουν με σόλες παπουτσιών, άλλος φοράει ύποπτα πολλές μαύρες μπλούζες πάνω από τα αρχαιοελληνικά ανορθόγραφα τατουάζ του λιπαρού κορμιού του, άλλος το παλεύει πραγματικά. Νιώθεις προνομιούχος μόνο και μόνο που είσαι διακοπές. Καινούργιο συναίσθημα αυτό.
Στο καφενείο ενός μικρού νησιού, ακούς έναν Γάλλο που προσπαθεί να μιλήσει ελληνικά. Το διασκεδάζει και ο ίδιος. Προσπαθεί με προφορά Βόρειας Γαλλίας να παραγγείλει έναν ελληνικό καφέ. Η γυναίκα του τον κοροϊδεύει. Αυτός προσπαθεί. Περνάει καλά και αυτό περνάει και στον κόσμο.
Λίγο μετά, με αγγλικά γεμάτα γαλλική προφορά πάλι, εξηγεί γιατί περνάει τόσο καλά προσπαθώντας να τσαλακώσει τον συνήθως σοβαροφανή παρισινό εαυτό του: «Ολα εδώ μοιάζουν απλά. Ούτε καν τα χρώματα δεν μπλέκονται. Αν μπορούσα, θα έμενα εδώ για πάντα». Αν τον κοιτάξεις προσεκτικά, θα καταλάβεις ότι είναι κάλπης. Οτι σε λίγες ημέρες θα φοράει ένα ατσαλάκωτο πουκάμισο και θα διηγείται σε κάποιο παρισινό μπιστρό την ανόητη παρόρμησή του να τα παρατήσει όλα και να μείνει σε μια κουκκίδα στο Αιγαίο. «Ωραία θα ήταν» θα πει και θα χαθεί στο γκρίζο της πόλης.
Δεν είναι όλοι άνθρωποι ικανοί για φυγή. Δεν μπορούν όλοι να αφήσουν τη γεμάτη εκκρεμότητες αλλά και βεβαιότητες ζωή τους στην πόλη για να μονάσουν, έστω και έναν χειμώνα, μακριά από το επίκεντρο του προβλήματος, μακριά από την πόλη που μοιάζει καθησυχαστική, παρά την παρακμή και τον θόρυβό της.
Η κρίση, λένε οι αριθμοί, κάνει τους ανθρώπους να επιστρέφουν στην επαρχία. Εγκαταλελειμμένες πόλεις βλέπουν νέους με δυσπρόφερτους τίτλους πτυχίων να ανοίγουν επιχειρήσεις, απόφοιτοι κάποιων ΙΕΚ γίνονται αγρότες, οικογενειακές επιχειρήσεις δέχονται αναπάντεχη μετάγγιση νέου αίματος. Οι ελληνικές επαρχίες, ξεχασμένες για χρόνια, με καφενεία γεμάτα καπνούς, πρέφα και αθηναϊκές ειδήσεις να παίζουν στο βάθος, χωριά με εικόνες γερασμένης παρακμής προσπαθούν να γίνουν μια κανονική επιλογή, όπως θα έπρεπε να είναι από την αρχή. Οι πόλεις, για την ακρίβεια η πόλη, αφού ρούφηξε λαίμαργα κόσμο, τον ξερνάει μακριά από την αμφίβολη θαλπωρή της.
Μια πρόσφατη έρευνα της VPRC δείχνει ότι περίπου 1,5 εκατομμύριο νέοι επιστρέφουν στην επαρχία. Περίπου οι μισοί θέλουν να ασχοληθούν με τον αγροτικό τομέα (φυτική παραγωγή, κτηνοτροφία, αλιεία), το 18,3% με τον τουρισμό-πολιτισμό, το 14,2% με την επικοινωνία και τις νέες τεχνολογίες, το 11,8% με την εκπαίδευση, το 10,6% με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το 7% με το εμπόριο, το 6,7% με τον αγροτουρισμό και το 5,8% με τη μαζική εστίαση. Τα 2/3 εξ αυτών διαθέτουν υψηλή μόρφωση.
Ωραίοι οι αριθμοί, καθησυχαστικοί. Αλλά, είπαμε, δεν είναι εύκολη η φυγή. Δεν είναι για όλους. Η επαρχία, λένε όλοι όσοι μένουν μόνιμα εδώ, έχει ζόρι. Εχει αέρηδες που μπορούν να σε τρελάνουν. Εχει FOMO (fear of missing out) για κάποιον με αστικά απωθημένα ο οποίος παρακολουθεί μέσω Ιnternet τη γοητευτικά σαλεμένη ζωή στην πόλη. Εχει φτώχεια και δεν έχει μισθούς και ωράρια. Καλά, αυτά δεν τα έχει πλέον ούτε η πόλη.
Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει μια ζωή; Πίσω από τους αριθμούς, τις ανάγκες και τους δεκάλογους για την αναβίωση της επαρχίας, πίσω από κάνα-δυο success stories ανθρώπων που πήγαν στον τόπο τους και παρήγαγαν πραγματικό έργο, η αληθινή επιστροφή στην επαρχία διαφέρει από τη φαντασίωση της αιώνιας χαλάρωσης.
Και για να πάρεις αυτή την απόφαση πρέπει να μην έχεις πολλά να αφήσεις πίσω σου. Ο Γάλλος θα έχει για πάντα το καλοκαίρι και τη φαντασίωσή του. Οι πραγματικοί εσωτερικοί μετανάστες θα έχουν το πείσμα της ανάγκης και το ένστικτο της επιβίωσης. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι το νησί. Θα είναι πάντα εκεί.
Θεοδωρόπουλος Δημήτρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου