Πριν λίγες ημέρες σκεπτόμουν ότι δε ζούμε μόνο με δανεικά
χρήματα, αλλά πως ζούμε και με δανεικό πολιτισμό. Επεκτείνοντας λίγο τις
σκέψεις μου, αναρωτιέμαι, τι θα έμενε αλήθεια, ως διακριτός πολιτισμός στην
Ελλάδα του σήμερα, αν αφαιρούσαμε τα σπαράγματα και τις μνήμες του αρχαίου και
μεσαιωνικού παρελθόντος μας; Πολύ φοβάμαι πως θα έμεναν ελάχιστα πράγματα!
Πέρα, λοιπόν, από τα λαμπρά έργα στα μουσεία μας ενός
Πραξιτέλη, ενός Λεωχάρη ή ενός Σκόπα, αλλά και τις εξαίσιες τοιχογραφίες ενός
Πανσέληνου ή ενός Θεοφάνη, η ελληνική καλλιτεχνική παράδοση, δεν έχει κάτι νέο
να επιδείξει. Παραμένει εγκαταλειμμένη και αναξιοποίητη. Αυτή η Τέχνη που, ενώ
έγινε πρότυπο σε όλη την οικουμένη, για τον τρόπο που αντιλήφθηκε τον Κόσμο,
και που διδάσκεται σαν υπόδειγμα σε όλες τις καλλιτεχνικές σχολές του κόσμου,
φαίνεται πως τους μόνους που δεν καταφέρνει να συγκινήσει είμαστε εμείς.
Στην
καλύτερη περίπτωση έχουμε μετατραπεί σε
φετιχιστές, που εξουδετερώνουν με την παθητική μουσειακή λατρεία της, το
ζωντανό πνεύμα που υπάρχει μέσα της και που αέναο και δημιουργικό μας ωθεί προς
τα εμπρός. Έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες στο χώμα του παρελθόντος, αλλά
δυστυχώς, δεν της δίνουμε τη δυνατότητα να στείλει χυμούς προς τα πάνω, για να
πετάξει νέα βλαστάρια, κλάδους και ωραίους καρπούς.
Έτσι, το άλλοτε «έθνος των γλυπτών και των καλλιτεχνών»,
όπως είχε αποκαλέσει τους Έλληνες ο διαπρεπής κλασικός μελετητής Nilsen, έχουν
σταματήσει πλέον να παράγουν, δική τους, ιδιοπρόσωπη τέχνη. Ήδη από το τέλος
του 16ου-18ο αι, με τον Μ. Δαμασκηνό
στην Κρήτη και με την Επτανησιακή σχολή, (και οι δύο περιοχές υπό βενετική
επιρροή) γίνεται φανερή η δυναμική παρουσία των δυτικών επιδράσεων και των
αποήχων της αναγέννησης. Έτσι, εγκαταλείφθηκε σταδιακά η καλλιτεχνική μας
παράδοση, με μοναδική εξαίρεση τις λαϊκές τέχνες, και ερχόμενοι ελλειπτικά σε
επαφή με την αρχαία τέχνη και σκέψη, μέσω του διαστρεβλωτικού οφθαλμού της
δυτικής όρασης, αποκοπήκαμε από αυτήν.
Απομακρυνθήκαμε από τις ρίζες της τρισχιλιόχρονης
καλλιτεχνικής μας παράδοσης και παραδιδόμενοι άνευ όρων στην «υπεροχή» της
ευρωπαϊκής τέχνης, γίναμε απλοί εισαγωγείς νέων κινημάτων και αντιλήψεων για
τις φόρμες, που γεννιούνται αλλού. Από ανθρώπους, που δεν έχουν αντικρίσει ποτέ
το ελληνικό φως, αυτό που γέννησε τα δικά μας έργα και μας έδωσε τη δική μας
όραση. Το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν οι σύγχρονοι κήνσορες, που σχεδιάζουν
περί μιας παγκόσμιας τέχνης, ίδιας από την Ιαπωνία μέχρι την Αμέρικα, είναι ότι
της αποστερούν πλέον κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό και ψυχολογικό έρεισμα.
Την θεωρούν ένα καπρίτσιο του νου, μια αυθαίρετη και
ανεξάρτητη λειτουργία, ένα άνθος του λωτού δίχως ρίζες, που μπορεί να ευδοκιμεί
στο κενό, οπουδήποτε. Παραγνωρίζοντας το δικαίωμα να είναι η τέχνη μια
εμπειρία, ατομική και συλλογική. Η τέχνη δε θεωρείται πια, όπως θα έπρεπε, η
έκφραση μιας πολυποίκιλης ενότητας, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ψυχοσύνθεση
ενός λαού, αλλά ακόμη και τα κλιματολογικά, γεωγραφικά και εμπειρικά του δεδομένα.
Ακόμη και μια
παρατεταμένη ηλιοφάνεια μπορεί να δημιουργεί το συναίσθημα εκείνο που θα
φωτίσει την καλλιτεχνική δημιουργία, και θα της δώσει τα φωτεινά χρώματα και τα
αισιόδοξα σχήματα. Είναι όλα τόσο λεπτά και τόσο ευαίσθητα. Έτσι, με φυσικό
τρόπο, είναι άλλη η ψυχοσύνθεση των Ελλήνων και άλλη αυτή των Γερμανών ή των
Κινέζων. Για αυτό είναι και διαφορετικές οι τέχνες τους και ο πολιτισμός τους.
Έκτοτε, και τα τελευταία 200 χρόνια του ελεύθερου ελληνικού
κράτους, μανιωδώς αποδομούμε οτιδήποτε ελληνικό, προάγοντας ταυτόχρονα
οτιδήποτε ξενικό και άσχετο με την δική μας κουλτούρα και ψυχοσύνθεση. Όλα αυτά
τα χρόνια, δεν καταστρέψαμε μόνο την οικονομία 2-3 φορές και τα ήθη και έθιμα
του λαού μας. Αλλά επιδοθήκαμε και σε μια πολιτισμική αυτοχειρία, καταστρέφοντας
και την ελληνική τέχνη και παράδοση, ενώ θα μπορούσαμε να τις εξελίξουμε. Και
το κάνουμε με τον πλέον επίσημο τρόπο, μέσα από τις σχολές, παράγοντας, γενικά
μιλώντας, όχι δημιουργούς, αλλά αντιγραφείς άλλων, συχνά κακούς, ελλείψει
βιωμάτων.
Στην Ελλάδα σήμερα, δεν παράγεται τίποτα. Όχι μόνο πολιτική
και προϊόντα, αλλά ούτε και δική μας τέχνη. Πλην κάποιων εξαιρέσεων, όλα
εισάγονται. Ακόμη και ο νεοκλασικός ρυθμός των κτιρίων του 19ου-αρχών του 20ου
αι, αποτελεί μια εξιδανικευμένη βαυαρική οπτική περί του γνήσιου κλασικού
ρυθμού στην αρχιτεκτονική. Μιλάμε ακόμη για σχολές Μονάχου, Παρισίων και
τελευταία για την Ν. Υόρκη, κινούμενοι στην κοινοτυπία της πρωτοτυπίας, που
επιφέρει στη τέχνη η παγκοσμιοποίηση των ιδεών και του αντικομφορμισμού. Γίναμε
μια θλιβερή επαρχία της τέχνης, όπου όλα αναμασιούνται σαν ξένα πρετ-α-πορτέ,
Με μια τέχνη που έχει πάρει παγκόσμια χαρακτηριστικά και έχει απολέσει τον
ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα της, τον τόσο ποικίλο και ενδιαφέροντα.
Όμως, επανασύνδεση με την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση, δε
σημαίνει εσωστρέφεια, ή ένα διαρκές αναμάσημα των παλαιών κατακτήσεων. Σημαίνει
το μπόλιασμα και την ανάπτυξη με σύγχρονους τρόπους και μέσα των θαυμάσιων
αυτών μορφών και τεχνών. Λίγες οι προσπάθειες, αλλά ουσιαστικές, στον 20ο αι,
για μια αναβάπτιση στη δική μας καλλιτεχνική παράδοση και τέχνη, που έχω χρέος
να τις αναφέρω, παρόλο που αναγκαστικά θα παραλείψω και άλλες.
Σε όλες τις τέχνες και κυρίως στη ζωγραφική με τον Θεόφιλο
και τον Κόντογλου, με τον Τσαρούχη και άλλους, αλλά και με τον Σίμωνα Καρρά
στην παραδοσιακή μουσική, και με τους ρεμπέτες στη λαϊκή, με τους Σκαλκώτα και
Μητρόπουλο στην έντεχνη και με το συνθέτη Γ. Μαρκόπουλο, τον Β. Σκουλά σήμερα,
τη Δ. Στράτου στον παραδοσιακό μας χορό, για να αναφέρω κάποιους από τους
εμπνευσμένους δημιουργούς, που εργάστηκαν και εργάζονται για την επανασύνδεση
με την πνευματική μας ταυτότητα, από κάθε άποψη, Διότι πολιτισμός, υπό την
ευρεία έννοια, δεν είναι μόνο οι τέχνες και τα γράμματα, αλλά ακόμη και αυτή η
καθημερινή μας ζωή και συμπεριφορά. Όταν αυτό πάει στραβά, συμπαρασύρει και τα
υπόλοιπα.
Έτσι, καμία αλλαγή δε μπορεί να επέλθει σε οποιοδήποτε άλλο
επίπεδο της πολιτικής και δημόσιας ζωής, αν δεν προηγηθεί μια αληθινή
προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου ελληνικού πολιτισμού. Τα υλικά τα έχουμε σε
αφθονία, αν κάτι μας λείπει, θα είναι μόνο η διάθεση να είμαστε αυτάρκεις και
αυτόφωτοι.
Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου