Οι φίλοι και η οικογένειά σας και ακόμη περισσότερο ο
δάσκαλος της μουσικής- λένε ότι δεν έχετε ιδιαίτερο ταλέντο στο πιάνο αλλά
εσείς είστε πεπεισμένος ότι είστε ο Ραχμάνινοφ. Πιστεύετε ότι όλοι κάνουν λάθος
και επιμένετε να επιδεικνύετε καθημερινά τη δεξιοτεχνία σας μη ξεκολλώντας τα
δάχτυλά σας από τα πλήκτρα. Είστε παράλογος;
Ως χθες η απάντηση θα ήταν μάλλον καταφατική, μια καινούργια
θεωρία έρχεται όμως να σας απαλλάξει. Ανατρέποντας τα ως τώρα δεδομένα σε μια
από τις πιο πολυσυζητημένες έννοιες για τη σύγχρονη Φιλοσοφία, υποστηρίζει ότι
η αυταπάτη σας όχι μόνο εμπεριέχει μια μεγάλη δόση λογικής, αλλά επιπλέον
μπορεί να σας κινητοποιήσει ώστε να γίνετε καλύτερος.
«Η αυταπάτη είναι ένα συχνό καθημερινό φαινόμενο που
συμβαίνει σε όλους μας» εξηγεί ο Αλμπερτ Νέβεν, καθηγητής της Φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο Μπόχουμ της Γερμανίας ο οποίος μαζί με τον συνάδελφό του Κρίστοφ
Μίχελ δημοσίευσε τη νέα θεωρία στο τελευταίο τεύχος του επιστημονικού εντύπου
«Consciousness and Cognition».
Όταν λέμε αυταπάτη, για τους φιλοσόφους εννοούμε μια διαδικασία με βάση την οποία υπερασπιζόμαστε μια πεποίθηση που είναι σημαντική για μας ή για την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας παρά την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων εναντίον της.
«Ο τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι να
επανερμηνεύουμε τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας» εξηγεί ο Νέβεν, φέρνοντας ως
παράδειγμα κάποιον ο οποίος πιστεύει ότι είναι αυθεντία στην Ιστορία αλλά σε
ένα τεστ αποδεικνύεται ότι δεν ξέρει ορισμένες πολύ σημαντικές χρονολογίες.
«Αυτό που κάνει συνήθως» λέει «είναι ότι δεν εγκαταλείπει τη
σημαντική γι΄ αυτόν πεποίθηση ότι είναι άριστος στην Ιστορία αλλά εγκαταλείπει
την εδραιωμένη πεποίθηση ότι το να γνωρίζει ορισμένες σημαντικές χρονολογίες
είναι απαραίτητο για να θεωρείται άριστος στην Ιστορία.Αυτό είναι ένα πολύ απλό
παράδειγμα το οποίο έχουμε εξετάσει και εμπειρικά».
Κατά τον ίδιο τρόπο όταν μια ενζενί η οποία πιστεύει ότι
είναι πολύ όμορφη δεν κερδίζει στα καλλιστεία ή όταν ένας φυσικός ο οποίος
νομίζει ότι είναι σπουδαίος δεν παίρνει το βραβείο Νομπέλ, δεν αλλάζουν την
άποψη που έχουν για τα προσόντα τους αλλά ρίχνουν το φταίξιμο στους κριτές.
«Πρόκειται για κάτι το οποίο όλοι λίγο ως πολύ κάνουμε
συστηματικά,αλλά θεωρείται ότι είναι κακό» λέει ο κ. Νέβεν. «Αν όμως το
εξετάσουμε καλύτερα,όταν βεβαίως δεν μιλάμε για παθολογικές καταστάσεις όπως οι
παραληρηματικές ιδέες αλλά για τη συνηθισμένη, καθημερινή αυταπάτη, είναι
τελικά καλό,γιατί συντηρεί την εικόνα μας ενισχύοντας την παρώθησή μας.Δεν
ωφελούμαστε από μια εικόνα που λέει “αχ,είμαι άσχημος”, γιατί μας κάνει να μην
πηγαίνουμε προς τους άλλους,να μην έχουμε συναναστροφές.Αντιθέτως μια εικόνα
που λέει “είμαι ωραίος” μας βοηθάει να είμαστε πιο ανοιχτοί,πιο
κοινωνικοί,ακόμη και αν δεν ισχύει πραγματικά» .
Τα προβλήματα, επισημαίνει, αρχίζουν όταν η απόσταση ανάμεσα
στους ευσεβείς πόθους μας και την πραγματικότητα γίνεται μεγάλη. Οπως για
παράδειγμα στην περίπτωση που ένας γονιός ενώ βλέπει ότι το παιδί του γυρίζει
κάθε βράδυ στο σπίτι μεθυσμένο αρνείται να παραδεχθεί ότι υπάρχει πρόβλημα και
θεωρεί ότι πρόκειται για μια περαστική «φάση» της εφηβείας.
«Εδώ η λανθασμένη αντίληψη του κόσμου είναι σοβαρή» λέει ο
Νέβεν. «Πρόκειται για μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας η οποία έχει μόνο
αρνητικές συνέπειες τόσο για αυτόν που αυταπατάται όσο και για τους γύρω του».
Η τάση μας να ξεγελάμε τον εαυτό μας αποτελεί ένα από τα
ζητήματα που διχάζουν τους φιλοσόφους. Ως τώρα οι επικρατέστερες θεωρίες είναι
δύο. Η λεγόμενη θεωρία της λεκτικής διατύπωσης, η οποία υποστηρίζεται από τη
σχολή που αρνείται την αυταπάτη, πρεσβεύει ότι ο αυταπατώμενος στην ουσία
γνωρίζει ότι π.χ. είναι μέτριος στην Ιστορία ή ότι το παιδί του έχει πρόβλημα
αλλά δεν το αποδέχεται στις λεκτικές διατυπώσεις του προς τους άλλους.
«Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για αυταπάτη όταν κάποιος απλώς
αποφεύγει να εκφράσει σε τρίτους κάτι το οποίο κατά βάθος γνωρίζει και
αποδέχεται» σχολιάζει ο Νέβεν.
Η δεύτερη θεωρία, η οποία έχει προταθεί κυρίως από τον
Αλφρεντ Μέλε του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, υποστηρίζει ότι η αυταπάτη είναι
μια προκατειλημμένη πεποίθηση: το γεγονός ότι η προσοχή μας είναι επικεντρωμένη
σε αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε μας κάνει να μη βλέπουμε τις αντίθετες
ενδείξεις ακόμη και όταν αυτές είναι εμφανείς. Αυτό είναι κάτι που, όπως έχει
αποδειχθεί από την ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες, συμβαίνει συχνά στην
καθημερινότητά μας ακόμη και με απτά πράγματα και όχι μόνο με τις αφηρημένες
κρυφές επιθυμίες μας. Και εδώ όμως, υπογραμμίζει ο Νέβεν, παρατηρείται ένα
κενό, εφόσον υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι
«βλέπει» τις αντίθετες ενδείξεις, όπως π.χ. όταν οι επιδόσεις του είναι κακές
σε ένα τεστ Ιστορίας.
«Η δική μας θεωρία» εξηγεί ο γερμανός φιλόσοφος «προτείνει
ότι η αυταπάτη είναι μια ψευδο-ορθολογική αναδιοργάνωση των πεποιθήσεων».
Το ορθολογικό μέρος έγκειται στο γεγονός ότι
αναδιοργανώνοντας τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας ώστε να «ταιριάξουν» με την
εικόνα που εμείς έχουμε για τα πράγματα ακολουθούμε μια καθ΄ όλα ορθολογική
στρατηγική.
«Μπορείτε να το καταλάβετε αν δείτε τι κάνει η επιστήμη. Αν
ένας επιστήμονας έχει μια θεωρία που πιστεύει ότι είναι ευλόγως βάσιμη δεν την
απορρίπτει μόνο και μόνο επειδή έχει μία ή δύο αντίθετες ενδείξεις αλλά
επανεξετάζει τις θεμελιωμένες γνώσεις του και κάνει αλλαγές για να δει αν θα
ταιριάξουν.Αυτό κάνουμε και εμείς στην καθημερινή μας σκέψη».
Η ορθολογικότητα αυτή είναι όμως ψευδής γιατί εφαρμόζεται
«κατά τόπους» ή σύμφωνα με αυτό που λέμε «δυο μέτρα και δυο σταθμά». «Η
αυταπάτη αυτού του είδους παρουσιάζει ένα τοπικό κενό ή μπορούμε να μιλήσουμε
για διττή ορθολογικότητα» λέει ο Νέβεν.
Φέρνει το παράδειγμα του «άριστου» που απαιτεί από τους
άλλους να γνωρίζουν τις ιστορικές χρονολογίες αλλά δεν θεωρεί κάτι τέτοιο
απαραίτητο για τον εαυτό του ή του συζύγου ο οποίος αρνείται να πιστέψει ότι η
σύντροφός του τον απατά παρά το γεγονός ότι έχει ενδείξεις τις οποίες, αν δεν
αφορούσαν τον ίδιο, θα θεωρούσε αδιάσειστες αποδείξεις απιστίας.
«Αν κάποιος φίλος τού εξέθετε μια ανάλογη κατάσταση θα έλεγε
“α,είναι βέβαιο,είναι άπιστη”,όταν όμως πρόκειται για τη δική του
πραγματικότητα ερμηνεύει τα πράγματα διαφορετικά ώστε να ταιριάξουν στην εικόνα
που αυτός θέλει να έχει. Η πραγματική ορθολογικότητα απαιτεί ένα γενικό τρόπο
ερμηνείας είτε τα γεγονότα αφορούν εμάς τους ίδιους είτε τρίτους» καταλήγει ο
γερμανός φιλόσοφος.
Έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαπιστώσει ότι:
* Το 94% των καθηγητών Πανεπιστημίου πιστεύουν ότι είναι
καλύτεροι στη δουλειά τους από τους συναδέλφους τους.
* Το 25% των μαθητών του Γυμνασίου πιστεύουν ότι ανήκουν στο
ποσοστό της «ελίτ» του 1% που κρίνονται καλύτεροι στις σχέσεις τους με τους
άλλους.
* Το 70% των μαθητών του Γυμνασίου πιστεύουν ότι τοποθετούνται
επάνω από τον μέσο όρο όσον αφορά τις ηγετικές τους ικανότητες.Μόνο 2%
πιστεύουν ότι βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο.
* Το 85% των φοιτητών Ιατρικής πιστεύουν ότι δεν είναι σωστό
οι πολιτικοί να δέχονται δώρα από τα λόμπι.Μόνο το 46% πιστεύουν ότι δεν είναι
σωστό οι γιατροί να δέχονται δώρα από τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου