Με τη δημοσίευση της τελευταίας έκθεσης του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού, στην οποία καταγράφονται οι μεταβολές στα παγκόσμια αποθέματα χρυσού των κεντρικών τραπεζών του κόσμου τη χρονιά που μας πέρασε, καθώς και οι ποσότητες που διαθέτει κάθε χώρα ξεχωριστά, ίσως κάποιοι αναρωτηθούν ποιο ρόλο διαδραματίζει αυτό το «ευγενές», όπως αποκαλείται, μέταλλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, καθώς και το «γιατί» αυτό το μέταλλο και όχι ένα άλλο!
Πράγματι, πώς ένα μέταλλο το οποίο θεωρείται το πλέον άχρηστο από χημική άποψη κατέληξε σε καθοριστικό παράγοντα της ζωής μας εδώ και χιλιετίες; Πώς αποτέλεσε τη βάση για τον επονομαζόμενο «Κανόνα Χρυσού», δηλαδή το νομισματικό σύστημα που έχει ως βάση το απόθεμα χρυσού σε μια χώρα; Με τις λέξεις «άχρηστο» και «ευγενές», εννοούμε φυσικά κάτι που ίσως πολλοί θυμούνται από το σχολείο: πρόκειται για ένα στοιχείο που - είτε στη φύση, είτε υπό εργαστηριακές συνθήκες - δεν αλληλεπιδρά χημικά σχεδόν με κανένα άλλο στοιχείο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτα.
Ωστόσο, ο χρυσός – ή aurum όπως είναι η επίσημη λατινική ονομασία του – έχει κάποια χαρακτηριστικά που του προσδίδουν την ιδιαιτερότητά του και δικαιολογούν την αξία του και την πολυτιμότητά του:
Πρώτον, από τον περιοδικό πίνακα δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο άλλο στοιχείο αέριο, υγρό ή ραδιενεργό, καθώς στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση (αέριο, υγρό) αυτό δεν θα ήταν εύκολα μετρήσιμο, ενώ στην τρίτη περίπτωση (ραδιενεργό) λόγω της επικίνδυνης για την ανθρώπινη υγεία τοξικότητάς του.
Δεύτερον, διότι σε αντίθεση με άλλα μέταλλα, όπως ο χαλκός, ο χρυσός δεν είναι εύκολα διαβρώσιμος.
Τρίτον και σημαντικότερο, επειδή είναι σπάνιος. Με άλλα λόγια διότι δεν πρόκειται για ένα μέταλλο που βρίσκεται σε αφθονία, καθώς τότε δεν θα είχε καμία αξία.
Το στοιχείο της σπανιότητας συνιστά λοιπόν τον πρωταρχικό λόγο για τον οποίο το συγκεκριμένο μέταλλο επελέγη ως το καταλληλότερο για να διαδραματίσει το ρόλο του απόλυτου μέσου συναλλαγής.
Προς επίρρωση της παραπάνω πρότασης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού της Γης βρίσκονται στον πυρήνα του πλανήτη, γιατί η μεγάλη πυκνότητα του μετάλλου το κάνουν να καταβυθίζεται όταν βρεθεί στο υγρό μάγμα, ιδιαίτερα όταν ο πλανήτης ήταν νεοσχηματισμένος με μεγάλο ποσοστό της μάζας του σε ρευστή κατάσταση. Εικάζεται δε, ότι όλος ο χρυσός που βρίσκει και εξορύσσει το ανθρώπινο είδος προέρχεται από το υλικό που περιείχαν οι μετεωρίτες που περιείχαν χρυσό και έπεσαν στον πλανήτη μας.
Υπολογίζεται ότι, από την αρχή της καταγεγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και το 2009, εξορύχθηκαν συνολικά 165.000 τόννοι ή περίπου 8.500 m3 χρυσού. Η παγκόσμια κατανάλωση του εξορυσώμενου χρυσού είναι περίπου 50% σε κοσμήματα, 40% σε επενδυτικά αποθέματα, και 10% σε βιομηχανικές εφαρμογές. Εκτός από τις ευρύτατα διαδεδομένες νομισματικές και συμβολικές λειτουργίες, ο χρυσός έχει και πολλές πρακτικές εφαρμογές, στην οδοντιατρική, στην ηλεκτρονική και σε άλλα πεδία.
Τα πλεονεκτήματά χρήσης του είναι ότι έχει μεγάλη ελατότητα, ολκιμότητα, αντίσταση στην επίδραση των περισσοτέρων χημικών ουσιών, αλλά και μεγάλη ηλεκτρική αγωγιμότητα. Οι εφαρμογές του χρυσού περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικά καλώδια, παραγωγή χρωματιστού γυαλιού, χρυσά ή επιχρυσωμένα σερβίτσια φαγητού και παλαιότερα στην κατασκευή CD-ROM και φωτοβολταϊκών.
Πράγματι, πώς ένα μέταλλο το οποίο θεωρείται το πλέον άχρηστο από χημική άποψη κατέληξε σε καθοριστικό παράγοντα της ζωής μας εδώ και χιλιετίες; Πώς αποτέλεσε τη βάση για τον επονομαζόμενο «Κανόνα Χρυσού», δηλαδή το νομισματικό σύστημα που έχει ως βάση το απόθεμα χρυσού σε μια χώρα; Με τις λέξεις «άχρηστο» και «ευγενές», εννοούμε φυσικά κάτι που ίσως πολλοί θυμούνται από το σχολείο: πρόκειται για ένα στοιχείο που - είτε στη φύση, είτε υπό εργαστηριακές συνθήκες - δεν αλληλεπιδρά χημικά σχεδόν με κανένα άλλο στοιχείο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτα.
Ωστόσο, ο χρυσός – ή aurum όπως είναι η επίσημη λατινική ονομασία του – έχει κάποια χαρακτηριστικά που του προσδίδουν την ιδιαιτερότητά του και δικαιολογούν την αξία του και την πολυτιμότητά του:
Πρώτον, από τον περιοδικό πίνακα δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο άλλο στοιχείο αέριο, υγρό ή ραδιενεργό, καθώς στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση (αέριο, υγρό) αυτό δεν θα ήταν εύκολα μετρήσιμο, ενώ στην τρίτη περίπτωση (ραδιενεργό) λόγω της επικίνδυνης για την ανθρώπινη υγεία τοξικότητάς του.
Δεύτερον, διότι σε αντίθεση με άλλα μέταλλα, όπως ο χαλκός, ο χρυσός δεν είναι εύκολα διαβρώσιμος.
Τρίτον και σημαντικότερο, επειδή είναι σπάνιος. Με άλλα λόγια διότι δεν πρόκειται για ένα μέταλλο που βρίσκεται σε αφθονία, καθώς τότε δεν θα είχε καμία αξία.
Το στοιχείο της σπανιότητας συνιστά λοιπόν τον πρωταρχικό λόγο για τον οποίο το συγκεκριμένο μέταλλο επελέγη ως το καταλληλότερο για να διαδραματίσει το ρόλο του απόλυτου μέσου συναλλαγής.
Προς επίρρωση της παραπάνω πρότασης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού της Γης βρίσκονται στον πυρήνα του πλανήτη, γιατί η μεγάλη πυκνότητα του μετάλλου το κάνουν να καταβυθίζεται όταν βρεθεί στο υγρό μάγμα, ιδιαίτερα όταν ο πλανήτης ήταν νεοσχηματισμένος με μεγάλο ποσοστό της μάζας του σε ρευστή κατάσταση. Εικάζεται δε, ότι όλος ο χρυσός που βρίσκει και εξορύσσει το ανθρώπινο είδος προέρχεται από το υλικό που περιείχαν οι μετεωρίτες που περιείχαν χρυσό και έπεσαν στον πλανήτη μας.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα σπανιότερα «ευγενή» μέταλλα από το χρυσό: η πλατίνα, το παλλάδιο, το ιρίδιο, το όσμιο και το ρουθήνιο. Γιατί δεν επιλέξαμε εκείνα;Αυτό που βγαίνει λοιπόν ως συμπέρασμα είναι αφενός ότι η αξία κάποιου φυσικού στοιχείου ως παγκόσμιου, σταθερού συναλλακτικού μέσου καθορίζεται από την σπανιότητά του, η οποία όμως δεν πρέπει να είναι υπερβολική, αφετέρου από μία σύμβαση: από το γεγονός δηλαδή ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες αποφάσισαν να είναι ο χρυσός η παγκόσμια σταθερά του πλούτου και όχι κάποιο άλλο μέταλλο.
Απάντηση: για τον απλό λόγο ότι για να μπορεί ένα στοιχείο να χρησιμοποιηθεί ως συναλλακτικό μέσο θα πρέπει να είναι σπάνιο αλλά όχι υπερβολικά σπάνιο! Γιατί αλλιώς δεν θα επαρκούσε.
Υπολογίζεται ότι, από την αρχή της καταγεγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και το 2009, εξορύχθηκαν συνολικά 165.000 τόννοι ή περίπου 8.500 m3 χρυσού. Η παγκόσμια κατανάλωση του εξορυσώμενου χρυσού είναι περίπου 50% σε κοσμήματα, 40% σε επενδυτικά αποθέματα, και 10% σε βιομηχανικές εφαρμογές. Εκτός από τις ευρύτατα διαδεδομένες νομισματικές και συμβολικές λειτουργίες, ο χρυσός έχει και πολλές πρακτικές εφαρμογές, στην οδοντιατρική, στην ηλεκτρονική και σε άλλα πεδία.
Τα πλεονεκτήματά χρήσης του είναι ότι έχει μεγάλη ελατότητα, ολκιμότητα, αντίσταση στην επίδραση των περισσοτέρων χημικών ουσιών, αλλά και μεγάλη ηλεκτρική αγωγιμότητα. Οι εφαρμογές του χρυσού περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικά καλώδια, παραγωγή χρωματιστού γυαλιού, χρυσά ή επιχρυσωμένα σερβίτσια φαγητού και παλαιότερα στην κατασκευή CD-ROM και φωτοβολταϊκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου