"Άκου, ω γεράκι, το φτωχό αηδόνι. Τη ζωή μου την εξουσιάζεις, όπως και τούτο το πέταγμα μέσα στα σύννεφα όπου δεν έφτασα ποτέ. Μα άκουσέ με.
Από τις γαλήνιες, μυστικές πηγές της φύσης έβγαινε ένα καλοσυνάτο πνεύμα, και μέσα μου ένα ολόιδιο συναντούσε. Το σμίξιμο γινόταν τραγούδι όπως η φυλλωσιά του φιλόξενου δέντρου, όπως τ' αστέρια που έλαμπαν από ψηλά....
Η ομορφιά όλων όσα τριγύρω μου απλώνονταν με συγκινούσε, και αρμονία αποκτούσε. Σ' έβλεπα να 'ρχεσαι καταπάνω μου, και ο φόβος μου νικήθηκε από το υπέροχο πέταγμά σου, το γρήγορο και μεγαλοπρεπές, που το θαύμαζα σαν δώρο θεϊκό.
Μα την ίδια στιγμή, από ένα απροσμέτρητο βάθος, μέσα μου σπαρταρούσαν τραγούδια για τη θλίψη ενός ρόδου σκορπισμένου από τον άνεμο. Εγώ άρχιζα να τα τραγουδώ, εγώ, που όταν έπεφτε ο κεραυνός ένιωθα τα φυλλοκάρδια μου να τρέμουν, κουρνιασμένο στην τρυφερή φυλλωσιά.
Ασε με να ζήσω λίγο, τόσο μόνον όσο ν' ακουστεί στον γαλήνιο αιθέρα και στ' αυτιά σου ο θησαυρός που κρύβω μέσα μου. Αυτό που μέλλει να γεννηθεί, μην το σκοτώνεις."
Στα λόγια τούτα το γεράκι χαλάρωσε το αρπακτικό του νύχι και με το άλλο έγνεψε φιλικά στ' αηδόνι, που μόλις ξεψύχησε.
"Το αηδόνι και το γεράκι"
Διονύσιος Σολωμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου