Για τους επιστήμονες, το μέγα ερώτημα είναι τι ακριβώς συμβαίνει στον εγκέφαλό μας που επιτρέπει στη μουσική να ασκεί τόσο ισχυρή επίδραση στην ψυχή μας και πως μπορεί αυτή η επίδραση να ωφελήσει το σώμα μας. Τον γρίφο αρχίζουν να επιλύουν μελέτες των τελευταίων ετών, οι οποίες δείχνουν πως όταν ακούμε αλλά και όταν παίζουμε μουσική, ελαττώνεται η αρτηριακή πίεση, μειώνεται ο καρδιακός παλμός, περιορίζεται το στρες και αμβλύνονται το άγχος και η κατάθλιψη. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις πως όσοι παίζουν κάποιο μουσικό όργανο έχουν πιο γερό ανοσοποιητικό σύστημα και, μεγαλώνοντας, διατηρούν πιο οξείες τις νοητικές λειτουργίες τους.
Μία από τις σχετικές μελέτες αποτελεί συνδυασμένη ανάλυση 400 προγενέστερωνκαι διεξήχθη από ερευνητική ομάδα υπό τον δρα Ντάνιελ Λεβάιτιν,καθηγητή Ψυχολογίας & Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ του Καναδά και έναν από τους γνωστότερους μελετητές της νευροεπιστήμης της μουσικής.
Η μετανάλυση αυτή, που δημοσιεύθηκε τον εφετινό Απρίλιο στο επιστημονικό περιοδικό «Trends in Cognitive Sciences», συμπεριέλαβε μελέτες σε ασθενείς οι οποίοι επρόκειτο να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση και οι οποίοι είτε άκουγαν την αγαπημένη τους μουσική είτε έπαιρναν αγχολυτικά φάρμακα.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους ασθενείς να βαθμολογήσουν το άγχος που ένιωθαν, ενώ τους υπέβαλλαν σε μετρήσεις της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης. Αποτέλεσμα: όσοι άκουγαν μουσική ένιωθαν λιγότερο άγχος και είχαν χαμηλότερη κορτιζόλη απ’ ό,τι όσοι πήραν αγχολυτικά.
Ανάλογα ευρήματα είχαν και μελέτες σε πάσχοντες από καρκίνο, οι οποίοι παρουσίαζαν σημαντική άμβλυνση του άγχους τους όταν άκουγαν μουσική. Ο δρ Λεβάιτιν και οι συνεργάτες του παραθέτουν επίσης μελέτες που συσχετίζουν την μουσική με πιο ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα, και ιδίως με υψηλότερα επίπεδα του αντισώματος ανοσοσφαιρίνη Α και των κυττάρων που καταπολεμούν βακτήρια και ιούς.
Κατάθλιψη και νοητικές λειτουργίες: Το 2011, εξάλλου, μελέτη, που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Jyväskylä, στην Φινλανδία και δημοσιεύθηκε στη «Βρετανική Επιθεώρηση Ψυχιατρικής» (BJP), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη μουσικοθεραπείας στην συνήθη αντικαταθλιπτική αγωγή, αυξάνει την επιτυχία των θεραπειών για την κατάθλιψη.
Στη μελέτη αυτή είχαν συμμετάσχει 79 πάσχοντες από κατάθλιψη, ηλικίας 18 έως 50 ετών, οι 33 εκ των οποίων έκαναν κατά μέσον όρο 18 συνεδρίες μουσικοθεραπείας ως συμπλήρωμα της αντικαταθλιπτικής αγωγής τους. Την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Neuropsychology» μελέτη του Πανεπιστημίου του Κάνσας, η οποία έδειξε ότι τα μαθήματα μουσικής που κάνει κάποιος στην παιδική ηλικία μπορεί να τον βοηθήσουν να διατηρήσει μυαλό-ξυράφι μέχρι τα βαθιά του γηρατειά, ακόμα και αν στο μεσοδιάστημα έπαψε να παίζει το μουσικό όργανο που είχε διδαχθεί στη νιότη του.
Η μελέτη αυτή είχε διεξαχθεί σε 70 υγιείς εθελοντές ηλικίας 60-83 ετών, οι οποίοι επί ένα έως τουλάχιστον δέκα χρόνια έκαναν μαθήματα πιάνου, φλάουτου, κλαρινέτου και άλλων μουσικών οργάνων.
Αποτέλεσμα: όσο περισσότερα χρόνια έπαιζαν μουσική οι εθελοντές στα νιάτα τους, τόσο καλύτερα απέδιδαν όταν γέρασαν σε τεστ νοητικών δεξιοτήτων που αφορούσαν την οπτικοχωρική μνήμη, την ονοματοδοσία αντικειμένων και την νοητική ευελιξία (είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να προσαρμόζεται στις νέες πληροφορίες).
Για την καρδιά: Εφέτος τον Ιανουάριο δημοσιεύθηκε ολλανδική μελέτη που έδειξε ότι η ενασχόληση με ένα μουσικό όργανο ωφελεί το καρδιαγγειακό σύστημα. Όπως γράφουν στην «Ολλανδική Επιθεώρηση Καρδιάς» (NHJ) επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Leiden, μελέτησαν 53 εθελοντές, ηλικίας 18-30 ετών, οι 25 εκ των οποίων ήταν μουσικοί. Όλοι οι νεαροί είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά (λ.χ. ύψος, βάρος, κατανάλωση καφεΐνης και αλκοόλ, επίπεδο φυσικής δραστηριότητας), με εξαίρεση φυσικά τη μουσική.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αρτηριακή πίεση των μουσικών ήταν σημαντικά χαμηλότερη από αυτήν των συνομηλίκων τους που δεν έπαιζαν μουσική, ενώ και ο καρδιακός παλμός τους «έτεινε να είναι πιο χαμηλός».
Στο ίδιο μήκος κύματος, μελέτη του Πανεπιστημίου του Λονδίνου που δημοσιεύθηκε το 2012 στο επιστημονικό περιοδικό «Perspectives in Public Health», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ηλικιωμένοι που παίζουν μουσική αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ευεξίας απ’ ό,τι οι συνομήλικοί τους που ασχολούνται με άλλα χόμπι.
Και πάλι το 2012, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nutrition» μία άλλη συνδυασμένη ανάλυση προγενέστερων μελετών, που έδειξε ότι η μουσική μπορεί να ωφελήσει τους πάσχοντες από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, τα πρόωρα βρέφη, την λειτουργία του πεπτικού και του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και την αντίληψη του πόνου.
Γιατί μας αρέσει; Πως αποφασίζουμε, όμως, ποια μουσική μάς αρέσει; Το μυστικό κρύβεται στον εγκέφαλο, σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσαν προ μηνών στο επιστημονικό περιοδικό «Science» επιστήμονες από το Ερευνητικό Ίδρυμα Rotman, στο Τορόντο του Καναδά.
Οι ερευνητές υπό την δρα Βάλορι Σάλιμπουρ, υπέβαλλαν 19 εθελοντές σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) εγκεφάλου - μία εξελιγμένη απεικονιστική εξέταση που δείχνει την λειτουργία στα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου κάθε φορά που κάνουμε κάτι. Εν προκειμένω, οι εθελοντές έπρεπε να αποφασίσουν πόσο θα πλήρωναν για 60 αποσπάσματα τραγουδιών, τα οποία δεν είχαν ξανακούσει ποτέ στη ζωή τους.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι εθελοντές πλήρωναν αναλόγως με την ενεργοποίηση του επικλινούς πυρήνα - μιας δομής του εγκεφάλου η οποία παίζει ρόλο στην δημιουργία των προσδοκιών. Όσο πιο έντονη ήταν η ενεργοποίησή του από ένα μουσικό απόσπασμα, τόσο περισσότερα χρήματα δήλωναν πως θα πλήρωναν γι’ αυτό, γεγονός που υποδηλώνει ότι άλλα τραγούδια ικανοποιούσαν τις προσδοκίες τους από αυτά και άλλα όχι.
Μία άλλη δομή του εγκεφάλου που επίσης παίζει ρόλο στις μουσικές προτιμήσεις είναι η επονομαζόμενη άνω κροταφική έλικα. Μελέτες έχουν δείξει πως το είδος της μουσικής που ακούει κάποιος στη διάρκεια της ζωής του επηρεάζει τον σχηματισμό της, ενώ ένας από τους ρόλους της είναι να αποθηκεύει αποσπάσματα από τα τραγούδια που έχουμε ακούσει κατά το παρελθόν και τα οποία μακροπρόθεσμα επηρεάζουν τις μουσικές προτιμήσεις μας.
Αν, λ.χ., ένας άνθρωπος ακούει κάποια εποχή πολλή τζαζ, έχει περισσότερες πιθανότητες να δηλώσει πως του αρέσει ένα νέο κομμάτι της τζαζ απ’ όσες ένας άνθρωπος ο οποίος ουδέποτε κατά το παρελθόν έχει ακούσει τζαζ.
Όλοι τα ίδια ακούμε: Ανεξαρτήτως προτιμήσεων, πάντως, γεγονός παραμένει ότι για τον εγκέφαλο η μουσική είναι κάτι σχεδόν ενιαίο για όλους τους ανθρώπους, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ που δημοσιεύθηκε την εφετινή άνοιξη στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Νευροεπιστήμης» (EJN). Σε αυτή συμμετείχαν 17 εθελοντές με ελάχιστη έως καμία μουσική εκπαίδευση, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε fMRI εν όσω άκουγαν τέσσερις συμφωνίες του άγγλου συνθέτη κλασικής μουσικής Ουϊλιαμ Μπόυς.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μεταξύ των εθελοντών τους η δραστηριότητα σε βασικές δομές του εγκεφάλου (όχι σε αυτές των μουσικών προτιμήσεων) ήταν παρόμοια όταν άκουγαν τις τέσσερις συμφωνίες, γεγονός που υποδηλώνει ότι όχι μόνο αντιλαμβάνονταν με παρόμοιο τρόπο την μουσική, αλλά έως ένα βαθμό η εμπειρία ήταν κοινή για όλους.
Στην πραγματικότητα, η δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κίνηση, την προσοχή, τον προγραμματισμό και τη μνήμη επίμονα ήταν η ίδια στους εθελοντές και σε όλες τις συμφωνίες - και οι περιοχές αυτές δεν έχουν σχέση με την επεξεργασία των ακουστικών ερεθισμάτων καθ’ εαυτή. Το επόμενο βήμα της έρευνας γύρω από την νευροεπιστήμη της μουσικής είναι να καταγραφούν οι χημικές ουσίες του εγκεφάλου που εκλύονται όταν ακούμε και όταν παίζουμε μουσική, καθώς και σε ποια τμήματα του εγκεφάλου δραστηριοποιούνται.
Και αν κάποιος αναρωτιέται ποιο είναι το νόημα όλων αυτών των μελετών, ο δρ Λεβάιτιν έχει την απάντηση: «Μαθαίνοντας καλύτερα την οργάνωση και λειτουργία του εγκεφάλου, καθώς και τις επιδράσεις στο σώμα, θα μπορέσουμε να βρούμε καλύτερες θεραπείες για πολλά προβλήματα υγείας, από τους τραυματισμούς του εγκεφάλου και τις καρδιοπάθειες έως τις ψυχιατρικές διαταραχές».
Μία από τις σχετικές μελέτες αποτελεί συνδυασμένη ανάλυση 400 προγενέστερωνκαι διεξήχθη από ερευνητική ομάδα υπό τον δρα Ντάνιελ Λεβάιτιν,καθηγητή Ψυχολογίας & Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ του Καναδά και έναν από τους γνωστότερους μελετητές της νευροεπιστήμης της μουσικής.
Η μετανάλυση αυτή, που δημοσιεύθηκε τον εφετινό Απρίλιο στο επιστημονικό περιοδικό «Trends in Cognitive Sciences», συμπεριέλαβε μελέτες σε ασθενείς οι οποίοι επρόκειτο να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση και οι οποίοι είτε άκουγαν την αγαπημένη τους μουσική είτε έπαιρναν αγχολυτικά φάρμακα.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους ασθενείς να βαθμολογήσουν το άγχος που ένιωθαν, ενώ τους υπέβαλλαν σε μετρήσεις της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης. Αποτέλεσμα: όσοι άκουγαν μουσική ένιωθαν λιγότερο άγχος και είχαν χαμηλότερη κορτιζόλη απ’ ό,τι όσοι πήραν αγχολυτικά.
Ανάλογα ευρήματα είχαν και μελέτες σε πάσχοντες από καρκίνο, οι οποίοι παρουσίαζαν σημαντική άμβλυνση του άγχους τους όταν άκουγαν μουσική. Ο δρ Λεβάιτιν και οι συνεργάτες του παραθέτουν επίσης μελέτες που συσχετίζουν την μουσική με πιο ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα, και ιδίως με υψηλότερα επίπεδα του αντισώματος ανοσοσφαιρίνη Α και των κυττάρων που καταπολεμούν βακτήρια και ιούς.
Κατάθλιψη και νοητικές λειτουργίες: Το 2011, εξάλλου, μελέτη, που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Jyväskylä, στην Φινλανδία και δημοσιεύθηκε στη «Βρετανική Επιθεώρηση Ψυχιατρικής» (BJP), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη μουσικοθεραπείας στην συνήθη αντικαταθλιπτική αγωγή, αυξάνει την επιτυχία των θεραπειών για την κατάθλιψη.
Στη μελέτη αυτή είχαν συμμετάσχει 79 πάσχοντες από κατάθλιψη, ηλικίας 18 έως 50 ετών, οι 33 εκ των οποίων έκαναν κατά μέσον όρο 18 συνεδρίες μουσικοθεραπείας ως συμπλήρωμα της αντικαταθλιπτικής αγωγής τους. Την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Neuropsychology» μελέτη του Πανεπιστημίου του Κάνσας, η οποία έδειξε ότι τα μαθήματα μουσικής που κάνει κάποιος στην παιδική ηλικία μπορεί να τον βοηθήσουν να διατηρήσει μυαλό-ξυράφι μέχρι τα βαθιά του γηρατειά, ακόμα και αν στο μεσοδιάστημα έπαψε να παίζει το μουσικό όργανο που είχε διδαχθεί στη νιότη του.
Η μελέτη αυτή είχε διεξαχθεί σε 70 υγιείς εθελοντές ηλικίας 60-83 ετών, οι οποίοι επί ένα έως τουλάχιστον δέκα χρόνια έκαναν μαθήματα πιάνου, φλάουτου, κλαρινέτου και άλλων μουσικών οργάνων.
Αποτέλεσμα: όσο περισσότερα χρόνια έπαιζαν μουσική οι εθελοντές στα νιάτα τους, τόσο καλύτερα απέδιδαν όταν γέρασαν σε τεστ νοητικών δεξιοτήτων που αφορούσαν την οπτικοχωρική μνήμη, την ονοματοδοσία αντικειμένων και την νοητική ευελιξία (είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να προσαρμόζεται στις νέες πληροφορίες).
Για την καρδιά: Εφέτος τον Ιανουάριο δημοσιεύθηκε ολλανδική μελέτη που έδειξε ότι η ενασχόληση με ένα μουσικό όργανο ωφελεί το καρδιαγγειακό σύστημα. Όπως γράφουν στην «Ολλανδική Επιθεώρηση Καρδιάς» (NHJ) επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Leiden, μελέτησαν 53 εθελοντές, ηλικίας 18-30 ετών, οι 25 εκ των οποίων ήταν μουσικοί. Όλοι οι νεαροί είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά (λ.χ. ύψος, βάρος, κατανάλωση καφεΐνης και αλκοόλ, επίπεδο φυσικής δραστηριότητας), με εξαίρεση φυσικά τη μουσική.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αρτηριακή πίεση των μουσικών ήταν σημαντικά χαμηλότερη από αυτήν των συνομηλίκων τους που δεν έπαιζαν μουσική, ενώ και ο καρδιακός παλμός τους «έτεινε να είναι πιο χαμηλός».
Στο ίδιο μήκος κύματος, μελέτη του Πανεπιστημίου του Λονδίνου που δημοσιεύθηκε το 2012 στο επιστημονικό περιοδικό «Perspectives in Public Health», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ηλικιωμένοι που παίζουν μουσική αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ευεξίας απ’ ό,τι οι συνομήλικοί τους που ασχολούνται με άλλα χόμπι.
Και πάλι το 2012, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nutrition» μία άλλη συνδυασμένη ανάλυση προγενέστερων μελετών, που έδειξε ότι η μουσική μπορεί να ωφελήσει τους πάσχοντες από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, τα πρόωρα βρέφη, την λειτουργία του πεπτικού και του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και την αντίληψη του πόνου.
Γιατί μας αρέσει; Πως αποφασίζουμε, όμως, ποια μουσική μάς αρέσει; Το μυστικό κρύβεται στον εγκέφαλο, σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσαν προ μηνών στο επιστημονικό περιοδικό «Science» επιστήμονες από το Ερευνητικό Ίδρυμα Rotman, στο Τορόντο του Καναδά.
Οι ερευνητές υπό την δρα Βάλορι Σάλιμπουρ, υπέβαλλαν 19 εθελοντές σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) εγκεφάλου - μία εξελιγμένη απεικονιστική εξέταση που δείχνει την λειτουργία στα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου κάθε φορά που κάνουμε κάτι. Εν προκειμένω, οι εθελοντές έπρεπε να αποφασίσουν πόσο θα πλήρωναν για 60 αποσπάσματα τραγουδιών, τα οποία δεν είχαν ξανακούσει ποτέ στη ζωή τους.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι εθελοντές πλήρωναν αναλόγως με την ενεργοποίηση του επικλινούς πυρήνα - μιας δομής του εγκεφάλου η οποία παίζει ρόλο στην δημιουργία των προσδοκιών. Όσο πιο έντονη ήταν η ενεργοποίησή του από ένα μουσικό απόσπασμα, τόσο περισσότερα χρήματα δήλωναν πως θα πλήρωναν γι’ αυτό, γεγονός που υποδηλώνει ότι άλλα τραγούδια ικανοποιούσαν τις προσδοκίες τους από αυτά και άλλα όχι.
Μία άλλη δομή του εγκεφάλου που επίσης παίζει ρόλο στις μουσικές προτιμήσεις είναι η επονομαζόμενη άνω κροταφική έλικα. Μελέτες έχουν δείξει πως το είδος της μουσικής που ακούει κάποιος στη διάρκεια της ζωής του επηρεάζει τον σχηματισμό της, ενώ ένας από τους ρόλους της είναι να αποθηκεύει αποσπάσματα από τα τραγούδια που έχουμε ακούσει κατά το παρελθόν και τα οποία μακροπρόθεσμα επηρεάζουν τις μουσικές προτιμήσεις μας.
Αν, λ.χ., ένας άνθρωπος ακούει κάποια εποχή πολλή τζαζ, έχει περισσότερες πιθανότητες να δηλώσει πως του αρέσει ένα νέο κομμάτι της τζαζ απ’ όσες ένας άνθρωπος ο οποίος ουδέποτε κατά το παρελθόν έχει ακούσει τζαζ.
Όλοι τα ίδια ακούμε: Ανεξαρτήτως προτιμήσεων, πάντως, γεγονός παραμένει ότι για τον εγκέφαλο η μουσική είναι κάτι σχεδόν ενιαίο για όλους τους ανθρώπους, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ που δημοσιεύθηκε την εφετινή άνοιξη στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Νευροεπιστήμης» (EJN). Σε αυτή συμμετείχαν 17 εθελοντές με ελάχιστη έως καμία μουσική εκπαίδευση, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε fMRI εν όσω άκουγαν τέσσερις συμφωνίες του άγγλου συνθέτη κλασικής μουσικής Ουϊλιαμ Μπόυς.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μεταξύ των εθελοντών τους η δραστηριότητα σε βασικές δομές του εγκεφάλου (όχι σε αυτές των μουσικών προτιμήσεων) ήταν παρόμοια όταν άκουγαν τις τέσσερις συμφωνίες, γεγονός που υποδηλώνει ότι όχι μόνο αντιλαμβάνονταν με παρόμοιο τρόπο την μουσική, αλλά έως ένα βαθμό η εμπειρία ήταν κοινή για όλους.
Στην πραγματικότητα, η δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κίνηση, την προσοχή, τον προγραμματισμό και τη μνήμη επίμονα ήταν η ίδια στους εθελοντές και σε όλες τις συμφωνίες - και οι περιοχές αυτές δεν έχουν σχέση με την επεξεργασία των ακουστικών ερεθισμάτων καθ’ εαυτή. Το επόμενο βήμα της έρευνας γύρω από την νευροεπιστήμη της μουσικής είναι να καταγραφούν οι χημικές ουσίες του εγκεφάλου που εκλύονται όταν ακούμε και όταν παίζουμε μουσική, καθώς και σε ποια τμήματα του εγκεφάλου δραστηριοποιούνται.
Και αν κάποιος αναρωτιέται ποιο είναι το νόημα όλων αυτών των μελετών, ο δρ Λεβάιτιν έχει την απάντηση: «Μαθαίνοντας καλύτερα την οργάνωση και λειτουργία του εγκεφάλου, καθώς και τις επιδράσεις στο σώμα, θα μπορέσουμε να βρούμε καλύτερες θεραπείες για πολλά προβλήματα υγείας, από τους τραυματισμούς του εγκεφάλου και τις καρδιοπάθειες έως τις ψυχιατρικές διαταραχές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου