Πώς να μην ερωτευτείς τη νύχτα; Πώς να μην εμπιστευτείς τη
σιωπή της; Χώνομαι στην αγκαλιά της. Της μιλάω δίχως λόγια. Της εξομολογούμαι
τα πάντα. Όσο πιο σκοτεινή τόσα περισσότερα της λέω.
Κρύβω λόγια μόνο αν φανεί κάποιο μακρινό φως. Μ’ αφήνει να ταξιδεύω μέσα της. Πάνω στο ψηλότερο κατάστρωμα ενός πλοίου. Μέσα σ’ ένα λαγούμι που κρύβομαι. Κάτω από πεύκα.
Κρύβω λόγια μόνο αν φανεί κάποιο μακρινό φως. Μ’ αφήνει να ταξιδεύω μέσα της. Πάνω στο ψηλότερο κατάστρωμα ενός πλοίου. Μέσα σ’ ένα λαγούμι που κρύβομαι. Κάτω από πεύκα.
Στη νύχτα μπορώ να κλάψω. Είναι η μόνη που αφήνω να με δει έτσι. Κι εγώ κρύβω την καύτρα του τσιγάρου μέσα στην παλάμη για να μην την ενοχλήσω. Η νύχτα με ανέχεται. Να της λέω ασυνάρτητα πράγματα. Ξέρω ότι με καταλαβαίνει. Αλλιώς, δε θα μου χάιδευε τα μαλλιά.
Η νύχτα δε με ρωτάει «γιατί ήπιες πάλι;». Το αντίθετο, μάλιστα, με κρύβει όταν παραπατάω. Δε με ρώτησε ποτέ «γιατί δεν κοιμάσαι;». Ξέρει ότι δεν αντέχω τα όνειρα.
Η νύχτα μου λέει «μη φοβάσαι, εδώ είμαι εγώ». Κι αν με
ζητήσεις μέρα, κλείσε τα μάτια και θα έρθω. Κι εγώ τα κλείνω. Σαν κρυφό
ραντεβού. Σαν να απατάμε το φως. Τις σκιές. Η νύχτα δεν έχει σκιές. Το φως τις
φτιάχνει.
Αυτές τις σκιές εκβιαστές που σ’ ακολουθούν σε ό,τι κι αν
κάνεις. Σαν τύψεις που δε μπορείς να τις διώξεις επανορθώνοντας τ’
ανεπανόρθωτα.
Τα μεσάνυχτα. Εκείνη τη στιγμή που πατάει πάνω σε μέρες,
άλλοτε πάνω σε δυο μήνες ή σε δυο χρόνια, σκύβει και τη φιλάω. Υμνώ το χάος του
σκοταδιού της. Κολυμπάω στο μαύρο της.
Μέχρι να στεγνώσω, ανάβω κι άλλο τσιγάρο.
Πίνω ακόμη μια γουλιά.
Κι ύστερα την ακούω εγώ.
Μέχρι να ξημερώσει, οπότε πρέπει πάλι να γίνω κάποιος άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου