Στήν αρχή, τά όνειρά του ήταν ασυνάρτητα λίγο μετά, έγιναν διαλεκτικής φύσης. ο ξένος ονειρευόταν τόν έαυτό του στό κέντρο ενός κυκλικού αμφιθεάτρου πού, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ο καμένος ναός. Σύννεφα σιωπηλοί μαθητές βάραιναν τίς κερκίδες. Τά πρόσωπα τών πιό μακρινών άπ' αυτούς κρέμονταν πολλούς αιώνες μακριά, σέ αστρικά ύψη. τά χαρακτηριστικά τους όμως, ξεχώριζαν ολοκάθαρα.
Ό άνθρωπος τούς δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία, μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα καί προσπαθούσαν νά απαντήσουν έξυπνα, σά νά μαντεύαν τή σημασία αυτής τής εξέτασης, πού θά ελευθέρωνε κάποιον άπ αυτους από τή φύση τού φάσματος, παραβάλλοντάς τον στόν πραγματικό κόσμο.
Ό άνθρωπος, όσο ήταν ξυπνητός αλλά καί ήταν ήταν κοιμισμένος, μελετούσε τίς απαντήσεις τών φαντασμάτων του, χωρίς ν' αφήνει νά τόν ξεγελάσουν μέ πονηριές καί μάντευε μές στήν αμηχανία τους μιά διαρκώς αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μιά ψυχή πού θ' άξιζε νά μπεί μέσα στόν κόσμο.Ένα απόγευμα (τώρα καί τ' απογέματα ήταν στήν κυριαρχία τού ύπνου, τώρα δέν έμενε ξύπνιος παρά λίγες ώρες τά χαράματα) σχόλασε γιά πάντα τό μεγάλο φανταστικό σχολείο του κι έμεινε μ' εναν μόνο μαθητή.
Ήταν ενα σιωπηλό κιτρινιάρικο παιδί, δύστροπο μερικές φορές, μέ όψη κοφτερή, πού έμοιαζε μ' εκείνον πού τ' ονειρευόταν. Γι' αρκετό καιρό, δέν τόν ανησυχούσε ή απότομη εξαφάνιση τών συμμαθητών του.
Μετά από λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, ή πρόοδός τους έκανε τόν δάσκαλο νά εκπλαγεί. 'Όμως ή καταστροφή δέν άργησε. Ό άνθρωπος, ανατέλλοντας μιά μέρα από τόν ϋπνο του, σάν μέσα από μιά γλοιώδη έρημο, μέσα στό άδειο φώς τού απογέματος πού μπερδεύτηκε ξαφνικά μέ τήν αυγή, κατάλαβε ότι δέν είχε ονειρευτεί. Όλη τή νύχτα κι όλη τή μέρα τόν περιτύλιγε ή ανυπόφορη λάμψη τής αγρύπνιας.
'Ήθελε νά εξερευνήσει τό δάσος, νά εξαντληθεί. μά ίσα ίσα πού πρόλαβε μέσα σέ θάμνους κώνειου. κάτι ριπίσματα αδύναμου ϋπνου, διανθισμένα μέ φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα. Τού'ρθε νά ξανασυγκεντρώσει τήν τάξη του, μά μόλις πού πρόλαβε νά φωνάξει δυό τρία παραγγέλματα καί οί μορφές παραμορφώθηκαν κι έσβησαν. Στήν απέραντη αγρύπνια του, δάκρυα οργής τού πυρπολούσαν τά γερασμένα του μάτια.
Τήν ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική, στό μέγεθος γροθιάς, μέ χρώμα πορφυρό μές στό μισόφωτο ένός ανθρώπινου σώματος πού ακόμα δέν είχε ούτε φύλο, ούτε πρόσωπο. Τήν ονειρεύτηκε δεκατέσσερις λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά τήν κάθε λεπτομέρεια. Καί κάθε νύχτα, τήν εβλεπε καθαρότερα. Δέν τήν άγγιζε, μονάχα βεβαιωνόταν γιά τήν παρουσία της, τή μελετούσε καί τή διόρθωνε μέ τό βλέμμα. Τήν ένιωθε, τή ζούσε από διαφορετικές αποστάσεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Τήν δέκατη τέταρτη νύχτα ακούμπησε απαλά μέ τό δείχτη τού χεριού τήν πνευμονική αρτηρία κι ύστερα ολόκληρη τήν καρδιά, από έξω καί από μέσα.Ή εξέταση τόν ικανοποίησε.Μιά νύχτα, επίτηδες δέν ονειρεύτηκε.Μετά, ξαναπήρε τήν καρδιά, Επικαλέστηκε τό όνομα ένός πλανήτη κι άρχισε νά ονειρεύεται άλλα βασικά μέλη τού σώματος. Σ' έναν χρόνο περίπου, έφτασε στό σκελετό, στά βλέφαρα. Τά αναρίθμητα μαλλιά ήταν ίσως ή πιό δύσκολη δουλειά.
'Ονειρεύτηκε εναν ολόκληρο άνθρωπο, ένα παλικάρι, πού όμως δέν σηκωνόταν, δέ μιλούσε, ούτε μπορούσε ν' ανοίξει τά μάτια του.Νύχτα τή νύχτα τόν ονειρευόταν κοιμισμένο.Στίς γνωστικές κοσμογονίες, οί δημιουργοί πλάθουν εναν κοκκινωπό 'Αδάμ πού δέν μπορεί νά σηκωθεί. Τόσο χοντροφτιαγμένος καί πρωτόγονος όπως κι εκείνος ό χωματένιος 'Αδάμ, ήταν καί ό 'Αδάμ τού ονείρου πού έφτιαξαν οί κουραστικές νύχτες τού μάγου.'Ένα απόγεμα, κατάστρεψε σχεδόν ολόκληρο τό έργο του, αλλά μετάνιωσε (Θά 'ταν καλύτερα γι' αυτόν νά τό'χε καταστρέψει).
Έχοντας εξαντλήσει τίς επικλήσεις του στίς θεότητες τής γής καί τού ποταμού, πέφτει στά πόδια τού ειδώλου, πού ήταν πουλάρι ίσως ή τίγρη καί ζήτησε βοήθεια από τήν άγνωστη δύναμή του. Τά χαράματα ονειρεύτηκε τό άγαλμα, τ ονειρεύτηκε ολοζώντανο, νά σπαρταρά: δέν ηταν διασταύρωση τρομερής τίγρης κι αλόγου αλλά, ταυτόχρονα, καί τά δύο άγρια όντα μαζί, καί μαζί ταύρος, τριαντάφυλλο καί καταιγίδα.
Αυτή ή πολλαπλή θεότητα τού αποκάλυψε ότι τό γήινο όνομά της ήταν Πύρ, κι ότι στόν κυκλικό αυτό ναό (καί σ' άλλους παρόμοιους του) τής έκαμαν θυσίες καί τή λάτρεψαν καί ότι, μέ τρόπο μαγικό, θά έδινε ζωή στό πλάσμα τού ονείρου του έτσι πού, όλοι (εκτός από αυτόν τόν ίδιο πού τό ονειρεύτηκε κι εκτός από τήν ίδια τή φωτιά) νά τόν περνούν γιά άνθρωπο από σάρκα καί οστά.
Τόν διάταξε νά τόν στείλει νά μαθητέψει στίς τελετές πού γινόταν στά χαλάσματα τού άλλου ναού, εκείνου πού οί πυραμίδες του ορθώνονταν στήν κάτω μεριά τού ποταμού, γιά vά ύπάρχει σ' εκείνο τό ερειπωμένο χτίριο μιά φωνή νά τήν δοξάζει.
Μέσα στό ονειρό του, τό πλάσμα πού ονειρευόταν, ξύπνησε.
Jorge Luis Borges
Ό άνθρωπος τούς δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία, μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα καί προσπαθούσαν νά απαντήσουν έξυπνα, σά νά μαντεύαν τή σημασία αυτής τής εξέτασης, πού θά ελευθέρωνε κάποιον άπ αυτους από τή φύση τού φάσματος, παραβάλλοντάς τον στόν πραγματικό κόσμο.
Ό άνθρωπος, όσο ήταν ξυπνητός αλλά καί ήταν ήταν κοιμισμένος, μελετούσε τίς απαντήσεις τών φαντασμάτων του, χωρίς ν' αφήνει νά τόν ξεγελάσουν μέ πονηριές καί μάντευε μές στήν αμηχανία τους μιά διαρκώς αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μιά ψυχή πού θ' άξιζε νά μπεί μέσα στόν κόσμο.Ένα απόγευμα (τώρα καί τ' απογέματα ήταν στήν κυριαρχία τού ύπνου, τώρα δέν έμενε ξύπνιος παρά λίγες ώρες τά χαράματα) σχόλασε γιά πάντα τό μεγάλο φανταστικό σχολείο του κι έμεινε μ' εναν μόνο μαθητή.
Ήταν ενα σιωπηλό κιτρινιάρικο παιδί, δύστροπο μερικές φορές, μέ όψη κοφτερή, πού έμοιαζε μ' εκείνον πού τ' ονειρευόταν. Γι' αρκετό καιρό, δέν τόν ανησυχούσε ή απότομη εξαφάνιση τών συμμαθητών του.
Μετά από λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, ή πρόοδός τους έκανε τόν δάσκαλο νά εκπλαγεί. 'Όμως ή καταστροφή δέν άργησε. Ό άνθρωπος, ανατέλλοντας μιά μέρα από τόν ϋπνο του, σάν μέσα από μιά γλοιώδη έρημο, μέσα στό άδειο φώς τού απογέματος πού μπερδεύτηκε ξαφνικά μέ τήν αυγή, κατάλαβε ότι δέν είχε ονειρευτεί. Όλη τή νύχτα κι όλη τή μέρα τόν περιτύλιγε ή ανυπόφορη λάμψη τής αγρύπνιας.
'Ήθελε νά εξερευνήσει τό δάσος, νά εξαντληθεί. μά ίσα ίσα πού πρόλαβε μέσα σέ θάμνους κώνειου. κάτι ριπίσματα αδύναμου ϋπνου, διανθισμένα μέ φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα. Τού'ρθε νά ξανασυγκεντρώσει τήν τάξη του, μά μόλις πού πρόλαβε νά φωνάξει δυό τρία παραγγέλματα καί οί μορφές παραμορφώθηκαν κι έσβησαν. Στήν απέραντη αγρύπνια του, δάκρυα οργής τού πυρπολούσαν τά γερασμένα του μάτια.
Κατάλαβε πώς τό ν' αποφασίσει κανείς νά μορφοποιήσει τή συγκεχυμένη καί ιλιγγιώδη ϋλη τού ονείρου, είναι τό πιό δύσκολο πράγμα μέ τό όποίο μπορεί νά καταπιαστεί, έστω κι αν μπορέσει νά διεισδύσει σ' όλα τά αινίγματα τής ανώτατης καί τής κατώτατης τάξης πραγμάτων: πιό δύσκολο απ' τό νά πλέξεις από άμμο ένα σκοινί, ή νά αποτυπώσεις σέ νόμισμα τή μορφή τού όμορφου ανέμου.
Κατάλαβε πώς, στήν αρχή, μιά αποτυχία ήταν αναπόφευκτη.'Υποσχέθηκε στόν εαυτό του νά ξεχάσει τήν τεράστια παραίσθηση πού τόν έκαμε νά χάσει στήν αρχή τό δρόμο του κι έψαξε άλλη μέθοδο εργασίας. Πρίν νά τή δοκιμάσει, αφιερώθηκε ενα μήνα στήν ανανέωση τών δυνάμεων πού τού 'χε αντλήσει τό παραλήρημα.Αφησε κατά μέρος κάθε λογής προετοιμασία νά ονειρευτεί καί, αμέσως σχεδόν, κατάφερε νά κοιμάται ενα λογικό διάστημα κάθε μέρα. Τίς σπάνιες φορές πού ονειρεύτηκε στήν περίοδο αυτή, δέν έδωσε προσοχή στά όνειρά του.Γιά νά ξαναπιάσει δουλειά, περίμενε νά γιομίσει όλότελα ό δίσκος τού φεγγαριού. Τό απόγεμα εκανε λουτρό καθαρμού στά νερά τού ποταμού, δεήθηκε στούς αστρικούς θεούς, πρόφερε τίς μυστικές συλλαβές ένός κραταιού ονόματος καί κοιμήθηκε. Σχεδόν aμέσως, ονειρεύτηκε μιά παλλόμενη καρδιά.
Τήν ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική, στό μέγεθος γροθιάς, μέ χρώμα πορφυρό μές στό μισόφωτο ένός ανθρώπινου σώματος πού ακόμα δέν είχε ούτε φύλο, ούτε πρόσωπο. Τήν ονειρεύτηκε δεκατέσσερις λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά τήν κάθε λεπτομέρεια. Καί κάθε νύχτα, τήν εβλεπε καθαρότερα. Δέν τήν άγγιζε, μονάχα βεβαιωνόταν γιά τήν παρουσία της, τή μελετούσε καί τή διόρθωνε μέ τό βλέμμα. Τήν ένιωθε, τή ζούσε από διαφορετικές αποστάσεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Τήν δέκατη τέταρτη νύχτα ακούμπησε απαλά μέ τό δείχτη τού χεριού τήν πνευμονική αρτηρία κι ύστερα ολόκληρη τήν καρδιά, από έξω καί από μέσα.Ή εξέταση τόν ικανοποίησε.Μιά νύχτα, επίτηδες δέν ονειρεύτηκε.Μετά, ξαναπήρε τήν καρδιά, Επικαλέστηκε τό όνομα ένός πλανήτη κι άρχισε νά ονειρεύεται άλλα βασικά μέλη τού σώματος. Σ' έναν χρόνο περίπου, έφτασε στό σκελετό, στά βλέφαρα. Τά αναρίθμητα μαλλιά ήταν ίσως ή πιό δύσκολη δουλειά.
'Ονειρεύτηκε εναν ολόκληρο άνθρωπο, ένα παλικάρι, πού όμως δέν σηκωνόταν, δέ μιλούσε, ούτε μπορούσε ν' ανοίξει τά μάτια του.Νύχτα τή νύχτα τόν ονειρευόταν κοιμισμένο.Στίς γνωστικές κοσμογονίες, οί δημιουργοί πλάθουν εναν κοκκινωπό 'Αδάμ πού δέν μπορεί νά σηκωθεί. Τόσο χοντροφτιαγμένος καί πρωτόγονος όπως κι εκείνος ό χωματένιος 'Αδάμ, ήταν καί ό 'Αδάμ τού ονείρου πού έφτιαξαν οί κουραστικές νύχτες τού μάγου.'Ένα απόγεμα, κατάστρεψε σχεδόν ολόκληρο τό έργο του, αλλά μετάνιωσε (Θά 'ταν καλύτερα γι' αυτόν νά τό'χε καταστρέψει).
Έχοντας εξαντλήσει τίς επικλήσεις του στίς θεότητες τής γής καί τού ποταμού, πέφτει στά πόδια τού ειδώλου, πού ήταν πουλάρι ίσως ή τίγρη καί ζήτησε βοήθεια από τήν άγνωστη δύναμή του. Τά χαράματα ονειρεύτηκε τό άγαλμα, τ ονειρεύτηκε ολοζώντανο, νά σπαρταρά: δέν ηταν διασταύρωση τρομερής τίγρης κι αλόγου αλλά, ταυτόχρονα, καί τά δύο άγρια όντα μαζί, καί μαζί ταύρος, τριαντάφυλλο καί καταιγίδα.
Αυτή ή πολλαπλή θεότητα τού αποκάλυψε ότι τό γήινο όνομά της ήταν Πύρ, κι ότι στόν κυκλικό αυτό ναό (καί σ' άλλους παρόμοιους του) τής έκαμαν θυσίες καί τή λάτρεψαν καί ότι, μέ τρόπο μαγικό, θά έδινε ζωή στό πλάσμα τού ονείρου του έτσι πού, όλοι (εκτός από αυτόν τόν ίδιο πού τό ονειρεύτηκε κι εκτός από τήν ίδια τή φωτιά) νά τόν περνούν γιά άνθρωπο από σάρκα καί οστά.
Τόν διάταξε νά τόν στείλει νά μαθητέψει στίς τελετές πού γινόταν στά χαλάσματα τού άλλου ναού, εκείνου πού οί πυραμίδες του ορθώνονταν στήν κάτω μεριά τού ποταμού, γιά vά ύπάρχει σ' εκείνο τό ερειπωμένο χτίριο μιά φωνή νά τήν δοξάζει.
Μέσα στό ονειρό του, τό πλάσμα πού ονειρευόταν, ξύπνησε.
Jorge Luis Borges
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου