Σ’ εβένινο κρεββάτι
στολισμένο
με κοραλλένιους
αετούς, βαθυά κοιμάται
ο Νέρων —
ασυνείδητος, ήσυχος, κ’ ευτυχής·
ακμαίος μες στην
ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ’
ωραίο σφρίγος.
Aλλά στην αίθουσα την
αλαβάστρινη που κλείνει
των Aηνοβάρβων το
αρχαίο λαράριο
τι ανήσυχοι που είν’
οι Λάρητές του.
Τρέμουν οι σπιτικοί
μικροί θεοί,
και προσπαθούν τ’
ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια
απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την
σκάλα ν’ ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που
τραντάζουν τα σκαλιά.
Και λιγοθυμισμένοι
τώρα οι άθλιοι Λάρητες,
μέσα στο βάθος του
λαράριου χώνονται,
ο ένας τον άλλονα
σκουντά και σκουντουφλά,
ο ένας μικρός θεός
πάνω στον άλλον πέφτει
γιατί κατάλαβαν τι
είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα
βήματα των Εριννύων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου