Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Όσο το μυαλό είναι υποδουλωμένο

"Τίποτα στον κόσμο δεν είναι πιο επικίνδυνο
από την άγνοια και την βλακεία της συνείδησης

Όσο το μυαλό είναι υποδουλωμένο,
το σώμα δεν μπορεί ποτέ να ελευθερωθεί."
Martin Luther King

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είναι ένας από τους βασικούς κλάδους του ιδεαλισμού. Παίρνει ως βάση το συναίσθημα, τη συνείδηση του ατόμου, του υποκειμένου για κάθε τι που υπάρχει.  

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αρνείται ότι υπάρχουν πέρα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου πραγματικά αντικείμενα, που να επενεργούν πάνω στα όργανα των αισθήσεών του και να προκαλούν τα αντίστοιχα αισθήματα. Είναι μονιστικός και αντιτίθεται στον αντικειμενικό ιδεαλισμό, ενώ βρίσκεται ως θεωρία κοντά στον σολιψισμό.

Σύμφωνα με τον Τζορτζ Μπέρκλεϊ (ο οποίος είναι και ο κύριος εκφραστής του υποκειμενικού ιδεαλισμού) ο κόσμος προέρχεται από τις παραστάσεις του θεού και η τάξη των φυσικών νόμων ανταποκρίνεται στην τάξη των παραστάσεων του θεού, ενώ τα πράγματα που φαίνονται σε μας, οι ιδιότητές τους και αυτά τα ίδια είναι μια δέσμη από αισθήματα, άϋλες παραστάσεις των ανθρώπων που δεν έχουν υπόσταση έξω από τη συνείδηση. 

Σύμφωνα πάντα με τον Μπέρκλεϊ, αυτές τις παράγει ο θεός ως υπερφυσική, πνευματική δύναμη και τις βάζει στη συνείδηση των ανθρώπων όταν παρατηρούν τον κόσμο και τα μεμονωμένα αντικείμενα. Ύπαρξη σημαίνει αντίληψη (esse est percipi).

Ένας άνθρωπος άθεος και άσχετος με τη φιλοσοφία, ο οποίος πιστεύει στα πράγματα έτσι όπως αποκαλύπτονται στις αισθήσεις του, χωρίς πολύ στοχασμό για τις αιτίες τους και ότι συνδεόμενα πολύπλοκα και εξωτερικά αυτά αποτελούν ένα μεγάλο σύνολο, μπορεί να εκπλαγεί από ένα διαφορετικό λόγο, όταν εισχωρήσει στη φιλοσοφία του Μπέρκλεϊ. 

Όχι τόσο για την αμφισβήτηση της εξωτερικότητάς τους, όσο γιατί θα διαπιστώσει πως ένας άνθρωπος, ενώ βασίζεται στην άμεση εμπειρία του και με τον ευφυή στοχασμό του αμφιβάλλει και διασαλεύει τις αφηρημένες θεωρίες, τις κενές εκφράσεις και πέρα από τα όρια ορισμένες  βέβαιες γνώσεις, με όλα αυτά υπερασπίζεται και υποστηρίζει την ύπαρξη του θεού, κι όχι την ανυπαρξία  του!

Αμφισβητώντας την ύπαρξη πραγμάτων έξω από τις αντιλήψεις μας, απέφυγε να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στην απλότητα και στη συνθετότητα, όπως και την ύπαρξη της αναλογίας, της ομοιότητας και των κοινών στοιχείων. Ωστόσο, έτσι απέφυγε να κάνει το λάθος να εξηγήσει τη σύνθεση, το σύνολο, την ποιότητα και την εσωτερικότητά τους μόνο με ένα μέρος των πραγμάτων ή με  μία αφηρημένη αρχή, αλλά  ούτε  μετέθεσε  το πρόβλημα, επιλύνοντάς το μερικώς.

    Ο Τζορτζ Μπέρκλεϊ (George Berkeley 1685-1753)  διδάσκει ότι τα πράγματα υπάρχουν όπως τα αντιλαμβανόμαστε, αλλά πέρα από τις ίδιες τις αντιλήψεις μας δεν είναι τίποτε άλλο, το οποίο θα υπήρχε χωρίς αυτές. Διαπιστώνουμε πως έχουμε άμεσα αντιλήψεις, χωρίς να είμαστε εμείς οι ίδιοι η αιτία τους και υπονοούμε την εξωτερική ύπαρξη μίας ύλης, για την οποία δεν μπορούμε να έχουμε καμιά αντίληψη και καμιά λογική γνώση. 

Υπάρχει πραγματικά μία αιτία για όσα αντιλαμβανόμαστε, είναι όμως ακατάληπτο να την ονομάσουμε ύλη και αδύνατο να εξηγήσουμε πως αυτή παράγει ή επηρεάζει τις αντιλήψεις μας, ενώ η ίδια είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτές. Υπάρχουν μόνο οι αντιλήψεις μας με τους τρόπους που συνδέονται και διαδέχονται η μία την άλλη και όταν μιλάμε για μία ουσία πέρα από τις ίδιες, χάνουμε το χρόνο μας με κενές λέξεις. «Αυτό που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας είναι οι δικές μας αντιλήψεις» και αυτές δε μας δείχνουν ότι υπάρχουν πράγματα, χωρίς να είναι αντιληπτά.

Εξάλλου, δεν υπάρχει ένα πράγμα, το οποίο να έχει ανάγκη την ύλη, για να μπορούμε να το εξηγήσουμε, και χωρίς αυτήν δεν ανατρέπεται η αλήθεια της πραγματικότητάς του. Είμαστε βέβαιοι για την πραγματικότητά του μόνο με την αντίληψή μας, ενώ αντιθέτως δεν μπορεί να είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξή της, υποθέτοντας  ένα  πράγμα  τελείως  άγνωστο. Η  αληθινή βεβαιότητα βρίσκεται μέσα στις αντιλήψεις μας, στην άμεση εμπειρία, όχι στους αφηρημένους συλλογισμούς και η πράξη χρησιμεύει στην ενίσχυσή της.

Οι αντιλήψεις, τα φαινόμενα, δεν είναι κενές ή εξωτερικές μορφές των πραγμάτων, είναι τα ίδια τα πράγματα και βασιζόμαστε σε αυτές. Δε βλέπουμε το λόγο να υπάρχει ένα τέτοιο νεκρό και ανενεργό μέσο, όπως είναι η λεγόμενη ύλη, για να μπορεί ο θεός να δράσει και για να μπορούμε εμείς ν’ αντιλαμβανόμαστε. Μπορούμε να κινήσουμε το δάχτυλό μας μόνο με τη θέλησή μας;

Ακόμα και μόνο με το γνώρισμα της εξωτερικότητας, η ύλη δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί ο ίδιος ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές προερχόμενες από το συνδυασμό και τη διαδοχή των αντιλήψεων, χωρίς τις οποίες εκείνες δεν υπάρχουν. Είναι πιο παράξενο να λέμε ότι ένα πράγμα αόρατο, από το οποίο λείπει η αντίληψη, είναι η αιτία των αντιλήψεών μας, από ό,τι μία τέλεια, απεριόριστη, πάνσοφη ύπαρξη είναι η άμεση αιτία όλων των φαινομένων.

Την ύπαρξη μίας άλλης ζωντανής ύπαρξης τη γνωρίζουμε έμμεσα από το συνδυασμό των αντιλήψεων που γεννούν οι δραστηριότητές της, οι οποίες μας δείχνουν μία διανοητική ύπαρξη όμοια με τον εαυτό μας. Η ίδια η διάνοια ή φορέας των αντιλήψεων δεν είναι μία αντίληψη. Όπως αναγνωρίζουμε την ανθρώπινη δράση από τα αντιληπτά αποτελέσματά της, το ίδιο αναγνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντιλήψεών μας, οι οποίες δε δημιουργούνται από εμάς, πρέπει να δημιουργούνται από μία άλλη διάνοια. Ο Κύριος Άρχοντας

Ο Μπέρκλεϋ, πάνω στη δική του βάση, προσέγγισε ορισμένες αλήθειες και ανέδειξε σαν προφήτης τον κίνδυνο της θεωρητικής παραπλάνησης και των συνεπειών της από τον περιορισμό της γνώσης στα απλούστερα στοιχεία των πραγμάτων. Όσο και να φανεί παράδοξο η ακραία αυτή θέση του για την απουσία εξωτερικότητας και για την ανυπαρξία εξωτερικών πραγμάτων που δεν αντιλαμβανόμαστε, σχετίζεται με μία σπουδαία αλήθεια.

Αν πούμε ευρύτερα ότι η εξωτερικότητα, η εμμεσότητα και η ποιότητα των εξωτερικών πραγμάτων υπάρχουν σχετικά ως προς τα άλλα πράγματα με τα οποία συνδέονται πιο άμεσα, αυτό είναι αλήθεια. Ο Μπέρκλεϋ μπόρεσε να υποστηρίξει την ακραία θέση του με ορισμένες εύστοχες διαπιστώσεις, γιατί περιόρισε την πιο πάνω ευρύτερη αλήθεια μόνο στο «χώρο» των αντιλήψεων. Δεν την από τις έμβιες υπάρξεις ή από το θεό και είδε πως τα πράγματα μπορούν να είναι χωρίς σχέσεις, ακόμη και τη στιγμή που η σχετικότητα είναι το ίδιο τους το είναι.

1) Η ποιότητα ενός πράγματος πάντοτε συνδέεται και αλληλοεπηρεάζεται σαν μέρος με άλλα πράγματα και δεν μπορεί να είναι όπως είναι, αυτή από μόνη της, αν και φαίνεται ότι υπάρχουν περιπτώσεις που αυτό μπορεί να γίνει.

2) Η ίδια δεν είναι ποτέ τελείως ατροποποίητη και μπορεί ν’  αποτελεί το σύνολο άλλων διαφορετικών πραγμάτων, με τα οποία συνδέεται άμεσα ή πολύ έμμεσα.

3) Αυτή που είναι μόνη της η ποιότητα ενός πράγματος δεν είναι αυτή  που επηρεάζει  ή «αποκαλύπτεται»  διαμέσου  άλλων πραγμάτων ή, για την ακρίβεια, δεν είναι μόνο αυτή στο σύνολό της.

4) Το ίδιο πράγμα διαμέσου άλλων επηρεάζει ή φαίνεται διαφορετικά.

5) Το ίδιο πράγμα διαμέσου των ίδιων επηρεάζει ή φαίνεται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές στιγμές, γιατί κανένα δεν είναι τελείως ατροποποίητο και διαρκώς με ακριβώς τους ίδιους τρόπους αλληλεπίδρασης.

6) Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για τα απλούστερα πράγματα που ονομάζονται ύλη.

Από τις παραπάνω θέσεις συμπεραίνουμε μία γνωστή αλήθεια, ότι μπορούν να υπάρχουν πολυάριθμες και διαφορετικές απόψεις για ένα πράγμα και όλες να είναι αληθινές. Αυτός είναι ως ένα μέρος και ο λόγος, για τον οποίο εμείς βασιζόμαστε γενικά  στην αντίληψη  και στη  γνώση μας,  ακόμη κι αν είναι ελλιπείς.

Δηλαδή είναι ο ίδιος λόγος, για τον οποίο μπορούν να υπάρχουν σαν μέρη πολλά διαφορετικά πράγματα, ενώ δεν είναι αυτοτελή και σταθερά. Αλλά η δυνατότητά τους να υπάρχουν, δηλαδή ν’ αποτελούν  συνθέσεις,  να  συνδυάζονται  και  να  διατηρούν σταθερούς τρόπους αλληλοεπηρεασμού, να είναι άμεσα για τον εαυτό τους, ενώ έμμεσα είναι μέρη, προϋποθέτει τη σταθερότητα και την αμεσότητα του Συνόλου.

Η  άρνηση  της  ύπαρξης  εξωτερικών πραγμάτων αυτοανατρέπεται, γιατί ξανά χρειάζεται να υπάρχει το πράγμα, το οποίο  είναι ο  φορέας των  διανοητικών πράξεων.  Οι τρόποι διασύνδεσης των αντιλήψεων προϋποθέτουν αλλαγές-στιγμές και διαφορές στην ουσία ή στην ποιότητα αυτού του φορέα. Τις αλλαγές αυτές μπορούμε να θεωρήσουμε σαν μέρη της ουσίας του, σαν μικρούς φορείς, σαν στιγμές διαφοροποίησης της μορφής του και θα έπρεπε να τις αναζητήσουμε στις αντιλήψεις.

Εκτός αν πούμε ότι οι αντιλήψεις μας υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με κανένα τρόπο με τη διανοητική ουσία ή ότι δεν αποτελούν πράξεις ή αλλαγές της, κάτι το οποίο ο Μπέρκλεϊ αρνήθηκε. Βλέπουμε ξανά πως η έννοια του χρόνου ή της αλλαγής, ακόμα και  περιορισμένη  μόνο στις  αντιλήψεις,  δεν επιτρέπει να συμπεράνουμε την απουσία πραγμάτων έξω από αυτές τις ίδιες. Γιατί η δυνατότητά τους να αλλάζουν προέρχεται από κάποιες αλλαγές μέσα στη διανοητική ουσία ή στις ίδιες τις αντιλήψεις. Έτσι  ξανά  θα  βρίσκαμε  την ύλη αντιστρόφως,  δηλαδή τις ελάχιστες στιγμές-αλλαγές μέσα στη διανοητική ουσία μας ή στην «ουσία» των αντιλήψεων.

Πέραν αυτών των παράξενων συλλογισμών, από τη στιγμή που υποστηρίζουμε ότι μέσα στις αντιλήψεις μας υπάρχουν φορείς σαν εμάς, που παράγουν μερικούς συνδυασμούς στις δικές μας και τις επηρεάζουν, βρίσκουμε την απορία για τη σχέση ανάμεσαστις  πολλές διανοητικές  ουσίες. Την απορία αν αυτές συνδέονται μόνο με αντιλήψεις, τι είναι η ουσία τους και αν υπάρχουν πραγματικά.

Γιατί χρειάζεται η ύλη σαν εξωτερικό μέσο των αντιλήψεών μας και για τη δράση του θεού; Αναρωτιόταν ο Μπέρκλεϋ και κανένας ως σήμερα απ’ όσους πιστεύουν στο θεό δεν μπορεί να του απαντήσει. Η απάντηση πάντοτε βρίσκεται στην έννοια του Χρόνου. Η ύλη υπάρχει, γιατί τα πράγματα δεν υπάρχουν ούτε αρχίζουν όλα στην ίδια εξωτερική τους στιγμή, δεν αλληλεπιδρούν με όλους τους δυνατούς τρόπους ταυτόχρονα και έχουν μία αρχή ύπαρξης ως προς τα εξωτερικά τους.

Τα οποία δε θα ήταν εξωτερικά (δε θα υπήρχαν), αν συνδεόντουσαν μόνο άμεσα, σε μία κοινή εξωτερική στιγμή, σαν μία ομοιόμορφη ποσότητα. Με τους δικούς του όρους θα απαντούσαμε ότι η ύλη υπάρχει, γιατί οι αντιλήψεις, όπως και τα ανάλογα πράγματα, συνδέονται με πολύπλοκους και λεπτομερείς τρόπους, δε δημιουργούνται από το μηδέν ούτε όλες στην ίδια στιγμή και δεν είναι ασύνθετες μορφές.

Αν αυτή δεν υπήρχε, τότε δε θα υπήρχε ελάχιστο όριο, για να παραχθούν και να συνδεθούν οι αντιλήψεις από το θεό ή από εμάς, με συνέπεια να είναι ταυτόχρονες ή ν’ αλλάζουν χωρίς χρονική τάξη, χρονικά τυχαία.

Αν έλειπε η ύλη, η αλλαγή των αντιλήψεων και της δράσης του θεού θα μπορούσε να γίνεται απεριόριστα. Τότε, ο θεός δε θα είχε χρονική ανοχή να πράξει ή να διανοηθεί χωρίς να μας επηρεάσει ασυνεπώς, δε θα μπορούσε ν’ αλλάξει το αποτέλεσμα της πράξης του πριν αυτό πραγματοποιηθεί ή να το προσδιορίσει πριν εμείς πράξουμε με τον ανάλογο τρόπο, ούτε να γνωρίζει εκ των προτέρων όσα θα γίνουν και θα γνωρίσει σχετικά εκ των υστέρων μας.

Τελικά,  η ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων είναι βέβαια, γιατί αυτή η βεβαιότητα προέρχεται από τις  αντιλήψεις, την αξιοπιστία  των οποίων κι ο Μπέρκλεϋ διαβεβαίωνε. Οι  αντιλήψεις  περιέχουν βεβαιότητα,  γιατί συνδέονται άμεσα και πιο έμμεσα με μία κοινή πραγματικότητα, η οποία είναι τέλεια στο σύνολό της και έτσι τα μέρη της έχουν τη δυνατότητα να συνδέονται με συνέπεια, συνέχεια, ανάλογα και  σταθερά.  Αν  η  πραγματικότητα  ήταν  μόνο  άμεσα  οι αντιλήψεις μας, τότε δε θα μας έλειπε καμία αντίληψη.

Μόνο που δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ΑΝΤΙΛΗΨΗ ούτε ΔΙΑΚΡΙΣΗ επομένως ούτε και η αντιληπτικότητα του ενός δεν είναι ίδια με την αντιληπτικότητα του άλλου, ακόμη και για καθημερινά απτά και λογικά θέματα, πόσο μάλλον για έννοιες αφηρημένες και δυσνόητες όπως η έννοια του άγνωστου ή του θεού.